Οι παραλείψεις και οι ευθύνες που οδήγησαν στην τραγωδία της 23ης Ιουλίου 2018 τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και κατά την διάρκεια της φονικής φωτιάς στην Ανατολική Αττική , σύμφωνα με τους εισαγγελείς που διενήργησαν την έρευνα, εντοπίζονται κυρίως στη γενική γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, το πυροσβεστικό σώμα, την αστυνομία, την περιφέρεια και τους δήμους.
Της Μαρίας Ζαχαροπούλου
Στην εισαγγελική διάταξη που αριθμεί περίπου 300 σελίδες καταγράφονται αναλυτικά τι έπρεπε να είχαν πράξει και δεν το έκαναν καθώς διαπιστώνονται αρρυθμίες και δυσλειτουργίες κατά τις δράσεις ετοιμότητας, κινητοποίησης και αντιμετώπισης και γενικά της διαχείρισης της κατάστασης.
Οι… κενές συμβάσεις
Οι εισαγγελείς διαπιστώνουν ότι οι συμβάσεις που είχε υπογράψει η Περιφερειάρχης, Ρένα Δούρου με ανάδοχες εταιρίες και αφορούσαν εργασίες συντήρησης και καθαρισμού δεν σχετίζονται στις περισσότερες περιπτώσεις με τις περιοχές που εκδηλώθηκε η φονική φωτιά.
Μάλιστα, μια κρίσιμη σύμβαση, σύμφωνα τους εισαγγελικούς λειτουργούς, έληξε σε χρόνο που απέχει τουλάχιστον 18 μήνες από το συμβάν. Επομένως, «ακόμη και αν αφορούσε τις κρίσιμες περιοχές και το αντικείμενο της σχετιζόταν με τις υποχρεώσεις που έπρεπε να τηρηθούν από την Περιφέρεια Αττικής η πάροδος τόσου χρόνου από την ολοκλήρωση της δεν μπορεί να στηρίξει πραγματικά ισχυρισμό περί τήρησης της σχετικής υποχρέωσης».
Επίσης, η σύμβαση η οποία φέρεται κατά το χρόνο της πυρκαγιάς να ήταν σε ισχύ δεν περιορίζεται συγκεκριμένα το αντικείμενο της ούτε ποιες περιοχές αφορούσε.
Οι Δήμοι και ο ρόλος τους
Λάθη και σοβαρές παραλήψεις διαπιστώνουν οι εισαγγελείς στις ενέργειες των Δήμων Μαραθώνα και Ραφήνας. Όπως προέκυψε, στο πλαίσιο της έρευνας, δεν διαπιστώθηκε ότι οι Δήμοι προέβησαν, ως όφειλαν, στην αρχή της αντιπυρικής περιόδου στην εκτέλεση προγραμμάτων μείωσης του κινδύνου από την εξέλιξη της πυρκαγιάς, με την προληπτική απομάκρυνση μέρους της βλάστησης σε περιοχές της εδαφικής τους αρμοδιότητα. Παράλληλα, οι εισαγγελείς υπογραμμίζουν ότι οι Δήμοι δεν προέβησαν κατά την εκδήλωση της πυρκαγιάς στην ενεργοποίησης μνημονίου ενεργειών για την εφαρμογή του Γενικού Σχεδίου Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών.
Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι δεν ενεργοποίησαν, όπως είχαν υποχρέωση, τα Συντονιστικά Τοπικά τους Όργανα, τόσο προληπτικά όσο και την ημέρα εκδήλωσης και εξέλιξης της πυρκαγιάς, ώστε να παρασχεθούν στοιχεία για την πορεία εξέλιξης του καταστροφικού φαινομένου, καθώς για τις συνέπειές του, για την υποστήριξη του έργου του Πυροσβεστικού Σώματος, για τον έλεγχο και την καταστολή της πυρκαγιάς. Μάλιστα, αναφέρεται πως δεν διέθεσαν μέσα αλλά και προσωπικό με βάση την ιεράρχηση για την υποστήριξη του έργου της Πυροσβεστικής.
Οι εισαγγελείς επισημαίνουν το γεγονός ότι την μοιραία ημέρα «δεν λειτουργούσαν τα προβλεπόμενα γραφεία πολιτικής προστασίας σε κάθε Δήμο, προκειμένου να δρομολογήσουν δράσεις που συνδέονται με την εξασφάλιση της επικοινωνίας με τους λοιπούς επιχειρησιακά εμπλεκόμενους φορείς».
Τυπική και γραφειοκρατική λειτουργία των φορέων
Από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε ότι «η όλη διαχείριση των μέσων για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς κυριαρχείται από τη μη επιβεβαίωση της πραγματικής εκτέλεσης των ενεργειών ή επιχειρησιακών σχεδίων όχι μόνο από τους αξιωματικούς του πυροσβεστικού σώματος, αλλά από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς υπό την έννοια, ότι σχεδόν όλοι οι υπεύθυνοι και αρμόδιοι αρκούνται στο να δίνεται η εντολή ή να συντάσσεται το έγγραφο, χωρίς όμως κάποιος να ελέγχει αν πράγματι η ενέργεια εκτελέστηκε ή ποτέ εκτελέστηκε. Ουσιαστικά δηλαδή, διαπιστώθηκε μια τυπική και γραφειοκρατική λειτουργία των φορέων, η οποία δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα, όπως αυτή εκδηλώνεται και εκφράζεται από την εκτέλεση των ενεργειών και των αποτελεσμάτων αυτών…».
Εντολές που δόθηκαν αργά
Όπως υπογραμμίζεται στην εισαγγελική διάταξη «δόθηκε εντολή να συνδράμουν της επιχείρησης πυρόσβεσης-αεροπυρόσβεσης σε τέσσερα αεροσκάφη, πλην όμως η εντολή αυτή πέραν του ότι δόθηκε αργά, δεν κατέστη δυνατόν να επιχειρήσουν και δεν προσέφεραν στις επιχειρήσεις αεροπυρόσβεσης για διάφορους λόγους, όπως πολύ ισχυροί άνεμοι και τεχνικά προβλήματα».
Από το υλικό της δικογραφίας προέκυψε ότι «η ηγεσία του πυροσβεστικού σώματος δεν χρησιμοποίησε επιχειρησιακά, παρόλο που είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, και τα δύο εκ των τριών πυροσβεστικών πλοίων, που εδρεύουν στο 5ο λιμενικό πυροσβεστικό σταθμό στον Πειραιά, τα οποία θα μπορούσαν να συνδράμουν τη λιμενική αρχή Ραφήνας και να βοηθήσουν μαζί με τα υπόλοιπα πλωτά μέσα στην δια θαλάσσης διάσωση ατόμων από την θαλάσσια περιοχή στο Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι, όπου είχαν καταφύγει κάτοικοι για να προφυλαχθούν από την πυρκαγιά. Η συνδρομή των ως άνω πλοίων στην διάσωση ατόμων από τη θάλασσα, με δεδομένα τα ανωτέρω τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά και την μεταφορική ικανότητα τους, θα ήταν πολύ σημαντική και ουσιαστική στη διάσωση ατόμων που κινδύνεψαν και τελικά πνίγηκα. Επίσης η ηγεσία του πυροσβεστικού σώματος και η διοίκηση του ΕΣΚΕ δεν κινητοποίησαν, ως όφειλαν εκ της αποστολής τους την Ειδική μονάδα Αντιμετώπισης καταστροφών(ΕΜΑΚ)».
Η άτακτη κίνηση των οχημάτων
Οι εισαγγελείς κάνουν ειδική αναφορά στις ενέργειες της λιμενικής αρχής Ραφήνας διαπιστώνοντας ότι «η κατάσταση με την κίνηση των οχημάτων επιβαρύνθηκε επιπλέον από την μη λήψη μέτρων από την αρμόδια λιμενική αρχή Ραφήνας, καθώς παρά το γεγονός ότι η κατάσταση στην περιοχή, ήτοι η ύπαρξη φωτιάς, ορατή ήδη από την ώρα εκδήλωσης της, η πορεία της προς το θαλάσσιο μέτωπο, η ύπαρξη πυκνού καπνού, ήταν αντιληπτή από τα στελέχη του λιμενικού σώματος, και αποτελούσε δίδαγμα κοινής πείρας ότι θα δημιουργούνταν προβλήματα από την άτακτη κίνηση των οχημάτων στην προσπάθειά τους να βρουν οδούς διαφυγής από την καιόμενη περιοχή, επέτρεψε τον λιμενισμό δύο επιβατηγών-οχηματαγωγών πλοίων στο λιμάνι της Ραφήνας και την αποβίβαση επιβατών και οχημάτων, τα οποία κινήθηκαν στη συνέχεια είτε επί της οδού Φλέμινγκ προς λεωφόρο Μαραθώνος και Αθήνα είτε επί της παραλιακής στο Μάτι προς Νέα Μάκρη». Όπως επισημαίνουν «αποτέλεσμα ήταν να επιβαρυνθεί επιπλέον η κυκλοφορία και να μειωθεί καταλυτικά η δυνατότητα διαφυγής των οχημάτων».
Μοιραίος ο μη αποκλεισμός της εισόδου των οχημάτων στο Μάτι
Η ετοιμότητα των αρμοδίων, σύμφωνα με τους εισαγγελείς, «ήταν μόνο σε επίπεδο προβλέψεων και εγγράφων, χωρίς στην πραγματικότητα να εκτελεστεί, ήτοι και πάλι διαπιστώνεται η τυπική μόνο συμμόρφωση στις νομοθετικές προβλέψεις- επιταγές με την έκδοση των σχετικών εγγράφων χωρίς όμως να υλοποιούνται οι εντολές και παραπέρα να ελέγχεται η υλοποίηση τους…». Όπως αναφέρεται στην διάταξη «ο μη αποκλεισμός της εισόδου των οχημάτων στο Μάτι από κάθετες οδούς, που διασταυρώνονταν με την λεωφόρο Μαραθώνος καθόλη τη διάρκεια από την εκδήλωση της πυρκαγιάς στην Νταού Πεντέλης, την εξάπλωση της στον οικισμό του Νέου Βουτζά και στη συνέχεια στο Μάτι αποτέλεσε κομβική παράλειψη των αρμοδίων αξιωματικών της ελληνικής αστυνομίας…».
Επίσης, διαπιστώνεται ότι «δεν υπήρχε επαρκής αριθμός αστυνομικών οργάνων κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δηλαδή πριν περάσει το μέτωπο της πυρκαγιάς σε κάποιο σημείο την λεωφόρο Μαραθώνος, ώρα 18.20 μμ, και κατευθυνθεί προς το Μάτι, προκειμένου να βοηθήσει στην εκτροπή των μεταφορικών μέσων (αποσυμφόρηση της κυκλοφορίας), και την οδήγηση τους προς ασφαλή από την πυρκαγιά περιοχή». Όπως προέκυψε «η αποστολή περισσότερων δυνάμεων προκειμένου να παράσχουν συνδρομή ήταν αρμοδιότητα του γενικού αστυνομικού διευθυντή της ελληνικής αστυνομίας. Η έλλειψη σε αριθμό ανδρών και μέσων κατά την εξέλιξη της Πυρκαγιάς έτσι ώστε να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα κυκλοφοριακής διαχείρισης στην περιοχή, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι επιχειρησιακά ήταν δόκιμη η ως άνω διευθέτηση με το συγκεκριμένο τρόπο και χρόνο, οφείλεται στην μη θέση σε πραγματική ετοιμότητα των αστυνομικών δυνάμεων, καθώς οι υπεύθυνοι αξιωματικοί της ελληνικής αστυνομίας αρκέστηκαν στην γραμματική διατύπωση των εντολών, οι οποίες δεν προέκυψε ότι εκτελέστηκαν-υλοποιήθηκαν σε πραγματικό επίπεδο…».
Πώς εγκλωβίστηκαν τα αυτοκίνητα στις φλόγες
Στην εισαγγελική διάταξη περιγράφεται πώς εγκλωβίστηκαν άνθρωποι μέσα στα αυτοκίνητα τους με αποτέλεσμα να καούν ζωντανοί.
«Επειδή οι εκτροπές έγιναν και σε σημεία του εσωτερικού οδικού δικτύου στο Μάτι δημιουργήθηκε ξαφνικά μπλοκάρισμα στα οχήματα, που κινούνταν ήδη εκεί, καθώς ξαφνικά η διακοπή της κίνησης δημιούργησε συμφόρηση εσωτερικά στην περιοχή και έτσι δεν μπορούσαν να απεγκλωβιστούν τα οχήματα και να διαφύγουν από την περιοχή. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω ήταν τελικά να εισέλθει μεγάλος αριθμός οχήματος στο Μάτι πλέον αυτών που ήδη υπήρχαν εκεί και κινούνταν ή ήταν σταθμευμένα και κινήθηκαν στη συνέχεια, όταν οι κάτοικοι άρχισαν να κινούνται πανικόβλητοι για να απομακρυνθούν από την περιοχή. Έτσι η κίνηση των οχημάτων γινόταν άτακτα με συνέπεια να δημιουργηθεί συμφόρηση στους στενούς δρόμους και τελικά να εγκλωβιστούν…», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι εισαγγελικοί λειτουργοί.
Ποιος έπρεπε να απομακρύνει τους πολίτες
Η λήψη της απόφασης για την οργανωμένη απομάκρυνση των πολιτών , σύμφωνα με τους εισαγγελείς , αποτελεί ευθύνη των κατά τόπους δημάρχων οι οποίοι έχουν τον συντονισμό του έργου πολιτικής προστασίας …». Οι αρμόδιοι εισαγγελείς διευκρινίζουν ότι «όταν η εξελισσόμενη ή επικείμενη καταστροφή μπορεί να επηρεάσει πάνω από ένα δήμο η απόφαση λαμβάνεται από το αρμόδιο Περιφερειάρχη ο οποίος μπορεί να εξουσιοδοτήσει σχετικώς τον οικείο αντιπεριφερειάρχη».
Οι εισαγγελικοί λειτουργοί, ωστόσο, υπογραμμίζουν ότι «μόνος αρμόδιος για την εισήγηση του μέτρου της οργανωμένης προληπτικής απομάκρυνσης των πολιτών είναι ο εκάστοτε επικεφαλής αξιωματικός του πυροσβεστικού σώματος» και προσθέτουν ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα οργανωμένης απομάκρυνσης πολιτών.