Συνταγματικά θεμιτή κρίθηκε η απαγόρευση του καπνίσματος στις καφετέριες, καφενεία, ταβέρνες, μπαρ κλπ., από το Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο υπογραμμίζει ότι ο περιορισμός αυτός της ελευθερίας (γενικά), αλλά και της επαγγελματικής ελευθερίας είναι ανεκτός από τον συνταγματικό χάρτη.
Κατά συνέπεια, με το σκεπτικό αυτό απέρριψε τις προσφυγές του «Πανελλήνιου Συνδέσμου Κέντρων Εστίασης και Διασκέδασης» και 150 επιχειρηματιών από όλη την Ελλάδα.
Οι επιχειρηματίες ζητούσαν να ακυρωθεί η, από 25.8.2010, υπουργική απόφαση, που απαγόρευσε το κάπνισμα στις επιχειρήσεις τους και προβλέπει την επιβολή προστίμων στους παραβάτες.
Ο Σύνδεσμος και οι επιχειρηματίες υποστήριξαν ότι η ολική απαγόρευση του καπνίσματος στα κέντρα διασκέδασης κλπ είναι αντίθετη στην συνταγματική αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας και στη συνταγματική προστατευόμενη οικονομική και επαγγελματική ελευθερία των πολιτών. Η απαγόρευση του καπνίσματος, η οικονομική κρίση, οι αλλεπάλληλες αυξήσεις του ΦΠΑ και του φόρου των αλκοολούχων ποτών, έχει ως συνέπεια να επέρχεται προσβολή της οικονομικής και επαγγελματικής τους δραστηριότητας και υπόστασης, υποστηρίζουν οι επιχειρηματίες, αφού χάνουν το 70%- 90% της πελατείας τους.
Όμως το Συμβούλιο της Επικρατείας (πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος, Σωτ. Ρίζος και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας, Διομήδης Κυριλλόπουλος) σε σειρά αποφάσεών τους (4171-4177/2012) αναφέρουν, κατ’ αρχάς, ότι «συνιστά σημαντικό περιορισμό» η απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος που επιβλήθηκε, σύμφωνα με τη νομοθεσία (Ν. 3868/2010 κ.λ.π.) σε όλα τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, όπως λέγονται (καφενεία, ταβέρνες, κλπ) πλην των καζίνο και των κέντρων διασκέδασης άνω των 300 τμ με ζωντανή μουσική.
Και αυτό γιατί «συνιστά σημαντικό περιορισμό αφ’ ενός μεν στην ελευθερία των ανθρώπων οι οποίοι επιλέγουν να καπνίζουν (ανεξάρτητα του ότι το δικαίωμα στο κάπνισμα δεν περιλαμβάνεται στις εκφάνσεις της ιδιωτικής ζωής που τυγχάνουν συνταγματικής προστασίας) αφ’ ετέρου δε στην ελευθερία ασκήσεως του επαγγέλματος των ιδιοκτητών των επίμαχων καταστημάτων, υπό την έννοια ότι αυτοί στερούνται της δυνατότητος να επιτρέπουν σε όσους πελάτες τους το επιθυμούν να καπνίζουν εντός των καταστημάτων τους, με συνέπεια να υφίστανται διαρροή της πελατείας τους, κατά το μέρος που αυτή αποτελείται από καπνιστές».
Όμως, συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, το μέτρο αυτό «στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 21 παράγραφος 3 του Συντάγματος, από την οποία γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους με τη λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της υγείας των πολιτών, δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, καθόσον συνιστά θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας εν γένει και της επαγγελματικής ελευθερίας των ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος ειδικότερα, η φύση δε αυτού δεν καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητος».
Και αυτό, σύμφωνα με το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, γιατί «επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, τελεί δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως και τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των πολιτών από τους κινδύνους που εγκυμονεί το κάπνισμα για την υγεία τους, τόσο των καπνιζόντων, όσο, και κυρίως, εκείνων που υφίστανται τις επιδράσεις του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους».
Παράλληλα, η επίμαχη απαγόρευση, όπως τονίζουν οι δικαστές, «δικαιολογείται και από την ανάγκη της προστασίας και της μη περαιτέρω επιβαρύνσεως του συστήματος της κοινωνικής ασφαλίσεως των πολιτών, το οποίο κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος, από τις δαπάνες που θα υποβληθεί αυτό για την αντιμετώπιση των ασθενειών που προκαλούνται από το κάπνισμα, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το κάπνισμα (2008-2012), σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, 3,5 εκατομμύρια θάνατοι ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο οφείλονται στο κάπνισμα, ενώ στο ίδιο σχέδιο επισημαίνονται οι κίνδυνοι που εγκυμονεί το παθητικό κάπνισμα για την υγεία των πολιτών».
Ο επίμαχος περιορισμός, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΣτΕ, «δεν είναι από τη φύση του προφανώς ακατάλληλος για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ενώ δεν βαίνει πέραν του βαθμού που είναι αναγκαίος για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού».
Αντίθετα, ο περιορισμός αυτός «παρέχεται ως πρόσφορος και αναγκαίος για την επίτευξή του, εφ’ όσον τα ηπιότερα μέσα, τα οποία ήδη ετέθησαν από το νομοθέτη ως απρόσφορα να υπηρετήσουν το σκοπό αυτόν».
Οι σύμβουλοι Επικρατείας καταλήγουν στην απόφασή τους ότι ο επίμαχος περιορισμός κινείται εντός των ορίων «που χαράσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας».