Η νεότερη ιστορία της Θεσσαλίας είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την παρουσία σ’ αυτή (έδρα της η Λάρισα) της 1ης Μεραρχίας (Θεσσαλίας)- της ονομασθείσας και «Σιδηράς»- η οποία, με τα δύο συντάγματα πεζικού, το 4ο στη Λάρισα και το 5ο στα Τρίκαλα, το 2ο (Λαμίας παλιότερα και Βόλου αργότερα), έγραψε λαμπρές σελίδες στα πεδία των μαχών. Από τις τάξεις της έλαβαν μέρος σε όλους τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες οι περισσότεροι στρατεύσιμοι της Θεσσαλίας.
Με ορμητήριο τη Λάρισα και τα Τρίκαλα, οι μονάδες της Ι Μεραρχίας έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (1918), τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-41.
Η δράση τους, σύμφωνα με όσα αναφέρει στο ΑΜΠΕ, ο φιλόλογος- ιστορικός Θεόδωρος Νημάς, υπήρξε μοναδική και γρήγορα δημιουργήθηκε ένας θρύλος γύρω από αυτή. Έτσι, η νεότερη πολεμική ιστορία της Θεσσαλίας ταυτίζεται με τη δράση της Ι Μεραρχίας και των μονάδων της.
Όπως αναφέρει ο κ. Νημάς σε σχετική μελέτη του, η κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε το Ι και ΙΙ Τάγμα του 51ου Συντάγματος Πεζικού (ΣΠ) Τρικάλων (διοικητής αντισυνταγματάρχης Δημ. Μισύρης), 1 λόχο προκαλύψεως, 1 διμοιρία πολυβόλων, 1 ουλαμό ιππικού, 1 ορειβατική πυροβολαρχία, 2 όλμους, 1 διμοιρία διαβιβάσεων και 1 λόχο ημιονηγών, που αποτελούσαν το Απόσπασμα Δαβάκη, στην προωθημένη αμυντική τοποθεσία επί της Πίνδου (περιοχή Επταχωρίου Καστοριάς) και το ΙΙ Τάγμα (Παπαβασιλείου) του 5ου ΣΠ Τρικάλων, με ημιεμπόλεμη σύνθεση, στο Μέτσοβο (από 4 Σεπ. 1940), όπου οργάνωνε αμυντικά τον αυχένα Κατάρας.
Από το πρωί της 29 Οκτωβρίου κινήθηκε πρός Κεράσοβο. Το Ι/4 Τάγμα (Λαρίσης) με μια πυροβολαρχία βρισκόταν στο Ελευθεροχώρι Γρεβενών. Το ΙΙ/52 Τάγμα κινήθηκε στις 28 Οκτ. από το Αμύνταιο προς το Νεστόριο Καστοριάς. Ολόκληρο το 52ο ΣΠ (Λαρίσης), που βρισκόταν στον Τύρναβο, κινήθηκε στις 29 Οκτωβρίου προς Αμύνταιο όπου έφτασε στις 5 μ.μ. Από εκεί, με αυτοκίνητα, μεταφέρθηκε στο Δοτσικό. Ο διοικητής της Ι Μεραρχίας (Λαρίσης) υποστράτηγος Βασ. Βραχνός διατάχτηκε από το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) να μεταβεί αμέσως στο Επταχώρι και να αναλάβει την διεύθυνση των επιχειρήσεων. Οι άλλες μονάδες της Ι Μεραρχίας, που υπάγεται στο Β΄ Σώμα Στρατού (έδρα Λάρισα) προβαίνουν αμέσως σε επιστράτευση και ετοιμάζονται για το Μέτωπο της Πίνδου (Κεντρικό).
Σε ό,τι αφορά στο 5ο ΣΠ, η προσέλευση των εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών γινόταν «αθρόως και μετ’ ακράτου ενθουσιασμού». Η κατάταξη ολοκληρώθηκε σχεδόν το βράδυ της 30ής Οκτωβρίου με υποδειγματικό τρόπο, αλλά υπήρχαν αρκετές ελλείψεις σε οπλισμό.
Η έδρα του Β΄ Σώματος Στρατού (ΣΣ) μεταφέρεται στην Κοζάνη (διοικητής ο αντιστράτηγος Δημ. Παπαδόπουλος) και της Ι Μεραρχίας στο Επταχώρι Καστοριάς.
Στις 31 Οκτωβρίου, το Ι/5 Τάγμα (Γούλα) κινήθηκε προς Καλαμπάκα -Αγιόφυλλο – Γρεβενά – Σαμαρίνα. Το ίδιο δρομολόγιο ακολούθησε την επομένη η Διοίκηση του Συντάγματος και το ΙΙΙ/5 Τάγμα (Χειμαρριώτη).
Όταν στις 30 Οκτωβρίου έφτασε στο Επταχώρι, ο διοικητής της Ι Μεραρχίας- τονίζει ο κ. Νημάς- βρήκε τα ελληνικά τμήματα σε διάλυση. Έδωσε διαταγή να επισκευαστεί η γέφυρα του Επταχωρίου, η οποία είχε ανατιναχτεί με διαταγή του συνταγματάρχη Δαβάκη, να εγκατασταθεί εκεί φρουρά και να συλλαμβάνει τους φυγάδες, να ανασυγκροτήσουν τα τμήματά τους οι Κ. Δαβάκης και Αθ. Πανταζής και να συσταθεί Στρατονομία. Ζήτησε επίσης να αποσταλεί δικαστικός σύμβουλος.
Αμέσως το κλίμα άλλαξε και επανήλθε πειθαρχία και τάξη στο στράτευμα. Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της 31ης Οκτωβρίου, ο Βραχνός ανακοίνωσε την απόφασή του για αντεπίθεση του Ελληνικού Στρατού εναντίον της ιταλικής Μεραρχίας Τζούλια, η οποία ήδη είχε εισχωρήσει αρκετά μέσα στην οροσειρά της Πίνδου παρακάμπτοντας το Επταχώρι και την ελληνική γραμμή άμυνας. Αυτή ήταν η πρώτη ελληνική διαταγή για επιθετική ενέργεια.
Στις 31 Οκτωβρίου, το ΙΙ/5 Τάγμα (Παπαβασιλείου) ακολουθώντας το δρομολόγιο Μέτσοβο – Βρυσοχώρι – Ελεύθερο, είδε από μακριά ιταλική φάλαγγα να κινείται προς Παλιοσέλι. Εκλήθη ο υπολοχαγός Πανδής του ουλαμού πυροβολικού να βάλει εναντίον των Ιταλών. Οι βολές ήταν επιτυχείς, ο εχθρός αιφνιδιάστηκε και διασκορπίστηκε στο χωριό. Η πορεία τους σταμάτησε εδώ. Οι Έλληνες στρατιώτες πήραν το «βάπτισμα του πυρός».
Στις 3 Νοεμβρίου έφτασε στην περιοχή ο αντισυνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής και ανέλαβε την διοίκηση του Αποσπάσματος Αώου, στο οποίο εντάχτηκαν το ΙΙ/5 Τάγμα, το Τάγμα Κονίτσης και ο Ουλαμός ΠΒ των 105 Πανδή.
Αρχές Νοεμβρίου του 1940 εξαπολύονται οι ελληνικές αντεπιθέσεις. Στον Γράμμο ενεργεί η διλοχία του ΙΙ/51 Τάγματος, που βρισκόταν σε συνοχή, με διοικητή τον Δημ. Μισύρη (Απόσπασμα Μισύρη). Κοντά στη Λυκορράχη συνέλαβε 130 αιχμαλώτους (οι 3 αξιωματικοί)* άλλοι 150 διασκορπίστηκαν στις ρεματιές αλλά συνελήφθησαν αργότερα. Οι Έλληνες είχαν 50 νεκρούς και τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο Μισύρης, ο οποίος παρέμεινε στο πεδίο της μάχης.
Στη Φούρκα ενεργεί το Ι/51 Τάγμα υπό τον Δαβάκη με τις διμοιρίες Γ. Κουμπουρλή και Δ. Σπυρόπουλου. Ύστερα από σκληρή και φονική μάχη (τραυματίστηκε βαριά στο στήθος ο Κουμπουρλής), οι Έλληνες κατέλαβαν το ύψωμα του Άι-Λια (υψ. 1250). Στο ύψωμα Τσούκα, στα όρια Φούρκας – Ζούζουλης, ενεργεί διλοχία του Ι/4 Τάγματος, ενισχυμένο με 2 διμοιρίες πολυβόλων και 1 ορεινή πυροβολαρχία, υπό τον ταγματάρχη Ι. Καραβία. Ο διοικητής της Μεραρχίας Βραχνός εγκαταστάθηκε στον Άι-Λια Επταχωρίου.
Η μάχη της Τσούκας, σύμφωνα με τον κ. Νημά, ήταν λυσσώδης. Οι Έλληνες την κατέλαβαν με αλλεπάλληλες επιθέσεις και αντεπιθέσεις και με εφ’ όπλου λόγχη, αλλά είχαν μεγάλες απώλειες. Μεταξύ των νεκρών ο Ρόδιος υπολογαγός Αλέξ. Διάκος (πρώτος νεκρός μόνιμος αξιωματικός) και ο έφεδρος ανθυπολογαγός Ελευθ. Ντάσκας από τον Πλάτανο (Βάνια) Τρικάλων, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος έφεδρος αξιωματικός νεκρός του πολέμου. Και οι δύο θάφτηκαν στο νεκροταφείο της Ζούζουλης.
Αν και τα εδαφικά κέρδη ήταν μικρά, η σημασία των νικών αυτών ήταν πολύ μεγάλη. «Η σθεναρά επιθετική στάσις της Ιης Μεραρχίας εβελτίωσε ριζικώς εντός εικοσιτετραώρου την όλην όψιν της δημιουργηθείσης καταστάσεως εις την περιοχήν της Πίνδου» αναφέρεται σε κείμενα της εποχής.
Στις 2 Νοεμβρίου το μεσημέρι τραυματίστηκε ο συνταγματάρχης Κ. Δαβάκης και διακομίστηκε τη νύχτα στο Επταχώρι από τον Λαρισαίο έφεδρο ανθυπολογαγό Ν. Χατζηευθυμίου. Τη διοίκηση του Νοτίου Συγκροτήματος ανέλαβε ο ταγματάρχης Ιω. Καραβίας, αντικαθιστώντας τον Κ. Δαβάκη, ενώ τη διοίκηση του 51 ΣΠ ανέλαβε ο αντισυνταγματάρχης Θεμιστοκλής Κετσέας. Σ’ αυτό εντάχτηκαν το Ι/2 και το Ι/4 Τάγματα συγκροτώντας το Απόσπασμα Κετσέα. Την επομένη εξαπολύεται επίθεση στις ιταλικές θέσεις της Βόρειας Πίνδου. Ο υπολογαγός Δ. Σπυρόπουλος με χειροβομβίδες εξουδετέρωσε μόνος του εχθρικό πολυβολείο. Αιχμαλωτίζονται περίπου 300 Ιταλοί, ενώ οι άλλοι διασκορπίστηκαν στο δάσος και τις ρεματιές.
Οι Ιταλοί μολονότι πολέμησαν γενναία, αποδεικνύονται άμαθοι στην εκ του συστάδην μάχη με εφ’ όπλου λόγχη, ενώ αντίθετα οι Έλληνες ήταν άριστα εκπαιδευμένοι σ’ αυτό το είδος πολέμου.
Η Ταξιαρχία Ιππικού (υπό τον συνταγματάρχη Σ. Δημάρατο) έφτασε στο Δοτσικό την 1η Νοεμβρίου. Την επομένη έφτασε το 1ο Σύνταγμα Ιππικού. Αμέσως άρχισε η επίθεση εναντίον τμημάτων της ιταλικής Μεραρχίας Τζούλια. Ως το βράδυ έφτασαν στην περιοχή και άλλα ελληνικά τμήματα και ο ίδιος ο σωματάρχης Δημ. Παπαδόπουλος, ο οποίος από εδώ και στο εξής διευθύνει ο ίδιος τη μάχη της Πίνδου.
Στις 3 Νοεμβρίου εξαπολύεται γενική επίθεση. Στις μάχες που επακολούθησαν, κατά τον επιτελάρχη του Β΄ ΣΣ Δημ. Μαχά, «οι πεδινοί της Θεσσαλίας νίκησαν τους ορεινούς των Άλπεων».
Από τις 5 ως τις 8 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί αμύνθηκαν σκληρά. Τελικά, μέσω της κοιλάδας του Αώου, υποχώρησαν εσπευσμένως και ατάκτως υποστηριζόμενοι από την αεροπορία τους, η οποία τους κάλυπτε από τα ελληνικά πυρά και τους εφοδίαζε με τρόφιμα. Τους καταδίωξε το Απόσπασμα Ε. Χατζηφόρου, διοικητή του 4ου ΣΠ (Λαρίσης) και το ΙΙ/5 Τάγμα που βρέθηκε στον δρόμο τους.
«Την 11ην Νοεμβρίου ο εχθρός συνεχίζει την άτακτόν του υποχώρησιν, εγκαταλείπει σχεδόν όλα τα υλικά του και αυτά ακόμη τα Πυροβόλα. Τμήματα Ιππικού προχωρούν, τους προλαμβάνουν, διότι οι πεζοί δεν μπορούν να τους παρακολουθήσουν και συλλαμβάνουν πολλούς αιχμαλώτους, οι οποίοι έχουν χάσει τελείως το ηθικόν τους […]. Οι Ιταλοί συνεχίζουν την υποχώρησίν των και κατευθύνονται εν σπουδή εις τα Β. υψώματα της Κονίτσης, τα οποία οργανώνουν δι’ αντίστασιν».
Κατά τον δημοσιογράφο Λάζαρο Αρσενίου, ο οποίος έλαβε μέρος στον πόλεμο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, «στην Πίνδο πολεμούν Θεσσαλοί κατά 90%. Στα συντάγματα πεζικού 2ο Βόλου, 4ο Λαρίσης, 5ο Τρικάλων, στην Ταξιαρχία Ιππικού και στις μονάδες του πυροβολικού, υπηρετούσαν Θεσσαλοί. Μαζί τους πολεμούσαν πεζοναύτες του 7ου Συντάγματος Χαλκίδας και λίγοι προεπιστρατευμένοι Εφτανησιώτες και Πελοπονήσιοι στα συντάγματα 51ο Τρικάλων και 52ο Λαρίσης. Από τους Θεσσαλούς τουλάχιστον 25% είναι Βλάχοι, καταγόμενοι από την Πίνδο, που την ξέρουν πολύ καλά. Αλλά και οι άλλοι Θεσσαλοί έχουν δεσμούς με βουνά, αφού η περιοχή τους είναι κατά 64% ορεινή».
Αλλά και ο επιτελάρχης του Β΄ Σώματος Στρατού Δ. Μαχάς δεν φείδεται επαίνων για τους Θεσσαλούς μαχητές: «Η Τζούλια εθεωρείτο η καλύτερη μονάδα του ιταλικού στρατού. Είχε όλα τα εφόδια για ορεινό αγώνα. Οι στρατιώτες της κατάγονταν από τις Άλπεις και ήσαν ειδικά εκπαιδευμένοι για ορεινό αγώνα.
Την επίλεκτη αυτή μονάδα εκλήθησαν να την αντιμετωπίσουν Θεσσαλοί, που οι περισσότεροί τους ήσαν πεδινοί και χωρίς τα κατάλληλα εφόδια. Αλλά “την έκαναν καλά”. Ο Θεσσαλός στρατιώτης είναι εκλεκτός. Μας άρεσε πολύ.
Είχα ξαναπολεμήσει με Θεσσαλούς και μάλιστα τσολιάδες, όπως και με Στερεοελλαδίτες, Πελοποννησίους και άλλους. Ο Θεσσαλός στρατιώτης είναι πολύ πειθαρχικός, πολύ υπομονετικός και δείχνει μεγάλη αντοχή στην πείνα και στις κακουχίες του πολέμου. Ανεβαίνει και στις δυσπρόσιτες κορφές. Στην Πίνδο οι πεδινοί της Θεσσαλίας νίκησαν τους ορεινούς της Ιταλίας».