«Σκανδαλισμένο» δηλώνει το ευρωπαϊκό αντιρατσιστικό κίνημα EGAM από την εκλογή της βουλευτού της Χρυσής Αυγής Ελένης Ζαρούλια στην επιτροπή για την Ισότητα και τον Αγώνα κατά των Διακρίσεων της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης και ζητά να διαγραφεί άμεσα η Ελληνίδα εκπρόσωπος από το όργανο αυτό.
Η κα Ζαρούλια προτάθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου και εξελέγη αναπληρωματικό μέλος της επιτροπής αυτής την 1η Οκτωβρίου.
«Επιπρόσθετη προσβολή για τις αξίες της δημοκρατίας, εξελέγη στην επιτροπή για την Ισότητα και τον Αγώνα κατά των Διακρίσεων», αναφέρει το EGAM σε ανακοίνωσή του, χαρακτηρίζοντας «σκανδαλώδη» την πρόταση της Ελλάδας και την αποδοχή της υποψηφιότητας της Ελένης Ζαρούλια από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης.
«Επικυρώνουν τη γενική απάθεια απέναντι στο ρατσισμό και τον αντισημιτισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την κανονικοποίηση των κομμάτων της άκρας δεξιάς, συμπεριλαμβανομένων και των πιο ριζοσπαστικών από αυτά, όπως το ελληνικό νεοναζιστικό κόμμα», προσθέτει το EGAM.
Η αντιρατσιστική οργάνωση ζήτησε από τις ελληνικές πολιτικές αρχές «να αναθεωρήσουν αμέσως» την πρότασή τους για την βουλευτή και από το Συμβούλιο της Ευρώπης να αρνηθεί την παρουσία της στην επιτροπή.
Ωστόσο, για το Συμβούλιο της Ευρώπης η παρουσία της Ελένης Ζαρούλια στους κόλπους του είναι τμήμα μια «διαδεδομένης πρακτικής που αφορά τους νεοεκλεγέντες βουλευτές των χωρών».
Στο καταστατικό του εξάλλου προβλέπεται ότι οι αντιπροσωπείες των χωρών «θα πρέπει να διασφαλίζουν την αμερόληπτη εκπροσώπηση των κομμάτων ή των πολιτικών οργανώσεων που εκπροσωπούνται και στα εθνικά κοινοβούλια». Η εκλογή της κας Ζαρούλια στην επιτροπή θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από οποιοδήποτε μέλος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, κάτι όμως που δεν έγινε από κανέναν, δήλωσε μία εκπρόσωπος του Συμβουλίου.
Σύμφωνα με την εκπρόσωπο, όπως και άλλοι βουλευτές, η κα Ζαρούλια υπέγραψε μια διακήρυξη με την οποία «συμφωνεί με τους στόχους και τις θεμελιώδεις αρχές του Συμβουλίου της Ευρώπης». Πρόσθεσε μάλιστα ότι κατά τη διάρκεια των συνελεύσεων «απαγορεύονται λέξεις που συνιστούν προσβολή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια».