Συνολικά 19 μεγάλα ενεργά ρήγματα, μήκους άνω των 7 χιλιομέτρων το καθένα, τα οποία μπορούν να δώσουν ισχυρούς σεισμούς μεγέθους 6,1 έως 7,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ «κρύβει» ο βυθός του Αιγαίου ανάμεσα σε Σκύρο, Λέσβο και στον Άγιο Ευστράτιο.
Αυτό προκύπτει από νέες έρευνες Ελλήνων γεωεπιστημόνων στην περιοχή, με υπεύθυνο της επιστημονικής ομάδας τον καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρη Παπανικολάου.
Από αυτά τα 19 ενεργά ρήγματα, που χαρτογραφήθηκαν τώρα για πρώτη φορά, μόνο τα τρία ήταν γνωστά κατά τις τελευταίες δεκαετίες και περιλαμβάνονταν στους σεισμικούς καταλόγους. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι «έχει υποεκτιμηθεί ο δυνητικός σεισμικός κίνδυνος της περιοχής» και ότι «αυτά τα ρήγματα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν ισχυρούς σεισμούς που μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές στα γύρω νησιά».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Marine Geology» (Θαλάσσια Γεωλογία) και την οποία αναμεταδίδει το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, εκτός από το ρήγμα του Αγίου Ευστρατίου που «έδρασε» με σεισμό μεγέθους 7,1 βαθμών, προκαλώντας 20 θανάτους το 1968 και το οποίο χρειάζεται κάποιους αιώνες για να ενεργοποιηθεί ξανά, καθώς, επίσης, τρία ακόμη ρήγματα που «έδωσαν» μικρότερους σεισμούς κατά τα τελευταία 30 χρόνια, τα υπόλοιπα ρήγματα μπορούν να δώσουν μεγάλο σεισμό μεγέθους 6,1 έως 7,3 βαθμών, χωρίς όμως να είναι δυνατό να προσδιορισθεί χρονικά εάν αυτός θα συμβεί σε μερικά χρόνια ή σε δεκάδες χρόνια.
Η σχεδόν τριγωνική Λεκάνη της Σκύρου, που κυμαίνεται σε βάθη 600 έως 1.050 μέτρων, έχει παρόμοια τεκτονική δομή με εκείνη της γειτονικής Λεκάνης του Βορείου Αιγαίου, αλλά με μικρότερες διαστάσεις και πιο αργούς ρυθμούς παραμόρφωσης.
Η ενεργοποίηση των ρηγμάτων στην περιοχή της Λεκάνης της Σκύρου και η έναρξη καταβύθισης της περιοχής άρχισε πολύ πρόσφατα, πριν από λίγες εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, γι’ αυτό και στον πυθμένα της ρηχής πλατφόρμας γύρω από τη λεκάνη συναντάται απευθείας το παλιό αλπικό υπόβαθρο, με λίγα μόνο πρόσφατα ιζήματα πάχους μερικών δεκάδων μέτρων.
Οι επιστήμονες επιδιώκουν να χαρτογραφούν με μεγάλη λεπτομέρεια τα υποθαλάσσια ρήγματα, προκειμένου να γνωρίζουν το δυναμικό τους και το μέγεθος του σεισμού που μπορούν να δώσουν. Ο βυθός της Λεκάνης της Σκύρου είχε μελετηθεί με το ωκεανογραφικό πλοίο «Αιγαίο» το 2002, το 2003 και το 2013.
Στη νέα μελέτη παρουσιάζονται επεξεργασμένα νέα ψηφιακά στοιχεία, που αποκτήθηκαν από τις ωκεανογραφικές έρευνες, σχετικά με τη βαθυμετρία και την ανάλυση του ανάγλυφου του θαλάσσιου πυθμένα. Αναλύονται, επίσης, δεδομένα σεισμικής ανάκλασης για την ανίχνευση των γεωλογικών στρωμάτων και των τεκτονικών δομών, κυρίως των ρηγμάτων στο υπόβαθρο κάτω από τον θαλάσσιο πυθμένα, σε βάθος πολλών εκατοντάδων μέτρων, κατά μήκος της Λεκάνης της Σκύρου, η οποία έχει μήκος 120 χιλιομέτρων και πλάτος 10 έως 40 χλμ.
Μεταξύ άλλων ευρημάτων, διαπιστώθηκε ότι οι συνολικές μετατοπίσεις στα ρήγματα είναι της τάξης του ενός έως ενάμιση χιλιομέτρου, με τη δημιουργία υποθαλάσσιων κρημνών ύψους πολλών εκατοντάδων μέτρων.
«Μία ολοκληρωμένη εικόνα της όλης τεκτονικής δομής στο Β. Αιγαίο»
«Η έρευνα αυτή συμπληρώνει παλαιότερη έρευνα της Λεκάνης του Βορείου Αιγαίου μεταξύ Βορείων Σποράδων – Λήμνου – Χαλκιδικής, που είχε δημοσιεύσει η ίδια ερευνητική ομάδα στη δεκαετία του 2000. Έτσι, τώρα υπάρχει πια μία ολοκληρωμένη εικόνα της όλης τεκτονικής δομής και του σεισμικού κινδύνου στο Βόρειο Αιγαίο, όπου και αναπτύσσεται το βόρειο όριο της Μικροπλάκας του Αιγαίου, η οποία αποχωρίζεται από την Μακεδονία – Θράκη με ταχύτητα περίπου 20-25 χιλιοστόμετρα ανά έτος», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ Παρασκευή Νομικού.
Εκτός από τον σεισμό των 7,1 βαθμών στις 19 Φεβρουαρίου 1968, με επίκεντρο κοντά στον Ευστράτιο (που είχε προκαλέσει και μικρό τσουνάμι ως τη Λήμνο), οι άλλοι μεγάλοι μεταπολεμικοί σεισμοί στην περιοχή καταγράφηκαν στις 4 Μαρτίου 1967 στη Λεκάνη της Σκύρου (6,2 βαθμοί) και στις 19 Δεκεμβρίου 1981 στην ανατολική περιοχή της ίδιας λεκάνης (6,8 βαθμοί), ο οποίος προκάλεσε περισσότερες ζημιές στη Λέσβο από ό,τι στη Σκύρο, ενώ είχαν ακολουθήσει ισχυροί μετασεισμοί, με τον μεγαλύτερο 6,3 βαθμούς στις 27/12/1981. Υπήρξε επίσης στις 26 Ιουλίου 2001 ένας σεισμός 6,4 βαθμών λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σκύρου, σε βάθος 13 χλμ.
Την επιστημονική εργασία «συνυπογράφουν» ο αναπληρωτής καθηγητής, Ιωάννης Παπανικολάου, του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και οι ερευνητές του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ), Γρηγόρης Ρουσάκης και Ματίνα Αλεξανδρή, αλλά και η υποψήφια διδάκτωρ, Δανάη Λαμπρίδου, του ΕΚΠΑ.