Έμφαση στην προσωπική επιτυχία, την αξιοκρατία και τη δικαιοσύνη, αγάπη για τους φίλους, αλλά και απομάκρυνση από τις παραδοσιακές αξίες όπως η οικογένεια, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που εμφανίζουν οι μορφωμένοι νέοι Έλληνες, όπως προκύπτει από έρευνα της ομότιμης καθηγήτριας του Παντείου, Ιωάννας Τσιβάκου, στο βιβλίο της «Ατομικισμός και Φιλία: η ταυτότητα των νέων Ελλήνων».
Όπως διαπιστώνει η συγγραφέας, οι νέοι ηλικίας 25-35 ετών που έχουν φοιτήσει σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα διαφέρουν σήμερα κατά πολύ από τους νέους της προηγούμενης εικοσαετίας. Παρότι διαθέτουν, χάρη στο διαδίκτυο, υψηλή πληροφόρηση, «εν τούτοις καλλιεργούν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα ένα είδος ναρκισσισμού, που τους ωθεί σε προσπάθεια επιβεβαίωσης του εαυτού τους και επίδειξης της εικόνας τους μέσα σε κύκλους ψηφιακών φίλων, ομοίων ηλικιακά και πολιτισμικά», εξηγεί η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Την ίδια ώρα, αντιμετωπίζουν την ελληνική κοινωνία ως εμπόδιο στην αυτοεξέλιξή τους, και την οικογένεια, μολονότι τους στηρίζει οικονομικά και συναισθηματικά, «ως κοινωνικό κέλυφος που δεν κατανοεί τις δικές τους αξίες». «Ο νέος δεν είναι πια το παραδοσιακό οικογενειακό άτομο που ξέραμε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, αλλά έχουμε ένα καινούριο, εξατομικευμένο υποκείμενο, προσδεδεμένο κυρίως στους φίλους, επηρεαζόμενο πιο πολύ από τις φιλικές επαφές, παρά από την οικογένεια», τονίζει η κ. Τσιβάκου.
Στη φιλία οι νέοι προσδίδουν υψηλή αξία. «Η διαπίστωσή μου είναι πως η φιλία αντιμετωπίζεται ως συναισθηματική στήριξη, γεγονός που εύκολα, με την πρώτη παρεξήγηση, μπορεί να οδηγήσει στη διάλυσή της», παρατηρεί η ομότιμη καθηγήτρια του Παντείου. Πρόκειται, όπως συμπληρώνει, για ένα φαινόμενο όχι μόνο ελληνικό αλλά παγκόσμιο.
Εκείνο που η συγγραφέας χαρακτηρίζει εντυπωσιακό στη σύνδεση των νέων με τους φίλους είναι ότι «πρόκειται περισσότερο για μια ψυχολογική τάση παρά μια τάση που στηρίζεται σε κοινές ηθικές στάσεις στη ζωή και στα πράγματα. Για τους νέους ο φίλος είναι αυτός που με νιώθει, αυτός που μπορώ να εκφράσω τα συναισθήματά μου, δεν είναι αυτός με τον οποίο προσπαθώ από κοινού να βελτιώσω τον εαυτό μου και να οικοδομήσω ένα ηθικό κόσμο».
Στη συγκεκριμένη έρευνα διαπιστώνεται, επίσης, η απομάκρυνση των νέων από την έννοια του ελληνισμού, την οποία αντιλαμβάνονται «ως αρχαιοπληξία, διατηρημένη μέσα από εθνικιστικές ιδεολογίες και μια καθυστερημένη κρατική εκπαιδευτική πολιτική που επιμένει να αντισταθμίζει την υστέρηση του κοινωνικο-οικονομικού μας βίου με την προσφυγή στο αρχαίο κλέος», όπως σημειώνεται στο βιβλίο. Αντίθετα, οι νέοι «θέλουν να ανήκουν στο δυτικό κόσμο και να είναι παιδιά της παγκοσμιοποίησης».
Στο πλαίσιο αυτό, οι νέοι επιλέγουν συχνά να φύγουν στο εξωτερικό, ένα ζήτημα που, όπως διευκρινίζει η κ. Τσιβάκου, «έχει μελετηθεί μέχρι σήμερα κυρίως ως φυγή για εξεύρεση εργασίας». Κατά τα δικά της συμπεράσματα, ωστόσο, «το πιο δημιουργικό κομμάτι της ελληνικής νεολαίας φεύγει απογοητευμένο από τη λειτουργία των ελληνικών θεσμών και από το επικρατούν πνεύμα της αναξιοκρατίας». Στη νοοτροπία τους «δεν υπάρχει ο πόνος για τις τύχες αυτού του τόπου ούτε η διάθεση για την ανάταξή του. Οι νέοι αδιαφορούν για το μέλλον της κοινωνίας μας, καθώς δεν λειτουργεί η έννοια της συλλογικότητας παρά μόνο ένας στείρος ατομικισμός».