Το κατσικίσιο γάλα είχε σχεδόν εξατμιστεί από το βράσιμο και οι βρούβες έστεκαν υπομονετικά στην λεκάνη, περιμένοντας το χέρι της κυράς Κώτσαινας. Αλλά που; Από το πρωί όλα τα νοικοκυριά στα Άνω Κωτσοβολιώτικα ήταν ανάστατα. Οι κότες έτρεχαν πάνω κάτω, ατάιστες από το πρωί και άδικα περίμενε ο φουκαριάρης ο δάσκαλος τα παιδιά. Κανείς δεν τους είχε ξυπνήσει. Κάτω από τον μεγάλο πλάτανο της πλατείας, η αφρόκρεμα του χωριού μαζεμένη και αναμαλλιασμένη δεν σταματούσε να μιλάει για το γεγονός της χρονιάς. Ο Παρασκευάς ο Κώτσος λίγο πριν κλείσει το παντοπωλείο του, την προηγούμενη μέρα ανακάλυψε εμβρόντητος πίσω από τα γιαούρτια και τα τυρόγαλα, ένα βαρέλι φέτα κατσικίσια που του είχε φέρει ο ξάδερφος του από την πέρα κωμόπολη. Μία οι δουλειές, μια το μάζεμα της ελιάς, η φέτα είχε ξεχαστεί για ημέρες. Και εκεί που αναθεμάτιζε την τύχη του, ξημερώματα Παρασκευής που τόσες κατσίκες αρμέγονταν υπομονετικά εις μάτην και το χωριό δεν θα είχε την ευκαιρία να απολαύσει αυτό το αριστούργημα, του έσκασε η ιδέα.
Είχα και στο χωριό μου Μπλακ Φράιντεϊ
Το δικό μας πανηγύρι «αλά Ελληνικά» έρχεται στον Κωτσόβολο
