«Κανόνισε να βγούμε πάλι και να καθίσεις να μας κοιτάζεις με ένα ποτήρι νερό στο χέρι!». Η συγκεκριμένη ατάκα του κολλητού μου έχει εντυπωθεί βαθιά στο υποσυνείδητό μου. Κάθε φορά που βγαίνουμε για ποτό πρέπει να απολογούμαι…

Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης

Ίσως το γεγονός ότι ασχολήθηκα από μικρή ηλικία με τον πρωταθλητισμό στην κολύμβηση, με έκανε περισσότερο εγκρατή σε σχέση με τον περίγυρό μου. Ταυτόχρονα έγινα προστατευτικός με τους υπόλοιπους, καθώς τις περισσότερες φορές σκεφτόμουν ακόμα και τη μία μπύρα που θα έπινα όταν πηγαίναμε κάπου.

Ήθελα να έχω πάντοτε τον έλεγχο του εαυτού μου. Να καθοδηγώ τη διάθεσή μου όπως εγώ ήθελα και να μην αφήνω το ποτό να με ορίζει εκείνο. Από την πρώτη στιγμή που βούτηξα σε πισίνα έπρεπε να ξέρω ότι το τιμόνι ακούει στις δικές μου προσταγές όταν έβγαινα με τους φίλους μου, και όχι στην επίδραση του αλκοόλ.

«Έχεις καταντήσει κουραστικός», είναι μέχρι και σήμερα η αγαπημένη ατάκα του παιδικού μου φίλου, του Κωστή. Αλλά και όλοι όσοι με γνώριζαν καλά στην παρέα, χρόνια κοντά ο ένας στον άλλον σε στιγμές, διασκέδαση, χαρές, σε ό,τι συνδέει μια παρέα, είχαν πάντα να πουν το ίδιο: «Κουραστικέ…!».

Κάποιες φορές υποχωρούσα στην πίεση και άφηνα πιο ελεύθερο τον εαυτό μου. Ως εκεί όμως… Το πιο… βαρύ ποτό που φιλοξενούσε το ποτήρι μου ακόμα και σε αυτές τις ελάχιστες στιγμές εκτροπής, ήταν η μπύρα, για να ακολουθήσει η δεύτερη πιο δημοφιλής ατάκα από τα χείλη των φίλων μου. «Θα μεθύσεις… Πρόσεχε!».

FIXANEY

Όχι πως επειδή δεν έπινα, δεν περνούσα καλά, όπως όλοι πίστευαν. Οι διατροφικές μου συνήθειες, που εξαιρούσαν το αλκοόλ λόγω αθλητισμού, δεν αποτέλεσαν ποτέ εμπόδιο στη διασκέδασή μου. Κι ας ήμουν εκείνος που συνήθως έπινα χυμό με πάγο ή αναψυκτικό με λίγες θερμίδες και πάγο ως αχώριστο συνοδευτικό του χωρίς ίχνος αλκοόλ ποτηριού μου. Από την άλλη όμως ένιωθα υπόλογος. Είχα για κάποιο λόγο την εντύπωση ότι οι όλοι οι άλλοι δεν περνούσαν καλά, βλέποντας εμένα να μην πίνω.

Σε μία από τις τελευταίες μας εξόδους, ο Νίκος, ήρθε κοντά μου με ένα μπουκάλι. «Πιες!», είπε σχεδόν επιτακτικά. «Δεν παχαίνει!», συνέχισε.

«Ρε Νίκο λες και δεν με ξέρεις τόσα χρόνια!», είχα έτοιμη την αφοπλιστική – όπως νόμιζα – απάντησή μου.

«Δεν παχαίνει, ούτε κάνει ρυτίδες, στο εγγυώμαι!», επέμεινε γελώντας εκείνος. «Ο χυμός που πίνεις έχει περισσότερες θερμίδες κι αυτή η μπύρα μόλις 15 θερμίδες ανά 100 ml», είπε, δείχνοντας το μπουκάλι που είχε στα χέρια του.

Έπιασα λίγο διστακτικά στα χέρια μου το μπουκάλι, το ζύγισα στην παλάμη μου σαν να ήθελα να ξέρω με τι θα αναμετρηθώ αυτή τη φορά. Με μία γρήγορη περιστροφή, έφερα μπροστά τα μάτια μου τη ετικέτα και άρχισα να διαβάζω τα συστατικά στο πίσω μέρος.

«Μην το κοιτάζεις με τόση με προσήλωση και κυρίως μην με αμφισβητείς…», βιάστηκε να με προλάβει πριν βγάλω συμπεράσματα. «Το γράφει και μπροστά, δες το: FIX… Άνευ αλκοόλ! Επιτέλους βρέθηκε κάποιος να πάει κόντρα στις ακατανίκητες εμμονές σου!».