Ήταν Παρασκευή απόγευμα μετά από μία έντονη εργασιακή εβδομάδα για όλους. Η παρέα έχει μαζευτεί ως είθισται στο στέκι της γειτονιάς. Μεγαλώσαμε από παιδιά μαζί, τσακωθήκαμε, τα ξαναβρήκαμε, γελάσαμε, χορέψαμε, ερωτευτήκαμε.
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης
Ο ένας ζούσε τις στιγμές και την καθημερινότητα του άλλου σαν κομμάτι της δικής του ζωής. Πρέπει να πέρασαν 25 χρόνια από τότε που μικρά ακόμα, στο δημοτικό, παίξαμε τα πρώτα μας παιχνίδια στο πλακόστρωτο της πλατείας του νησιού.
Καθώς συζητούσαμε και οι επτά γύρω από το στρογγυλό τραπέζι, μας διέκοψε η φωνή του Σπύρου, που εκείνη την ώρα έφερνε το δίσκο με τα νερά προς το μέρος μας.
«Σαββατοκύριακο δεν θα κάνετε τίποτα; Άνοιξε ο καιρός και στο νησί θα είναι χάρμα…», είπε χωρίς να προλάβει κανείς να απαντήσει .
Στα δικά μας τα αυτιά η ερώτηση του Σπύρου έμοιαζε περισσότερο με προτροπή… Σχεδόν αυτόματα κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, συναινώντας σιωπηλά. Θα φεύγαμε με το πρωινό του Σαββάτου για την Άνδρο.
«Λοιπόν; Τι θα πάρετε;», μας διέκοψε ξανά η φωνή του Σπύρου.
«Μπύρες Σπυράκο…», φώναξε από δίπλα μου η Μαρίλη.
Μερικά λεπτά αργότερα το τραπέζι μας γέμιζε με τα γνώριμα μπουκάλια. Το καθένα τους γεμάτο δροσοσταλίδες στην επιφάνεια, καθώς το κρύο περιεχόμενο πάλευε με τον ήλιο και τη ζέστη. Τσουγκρίσαμε με ικανοποίηση κρατώντας τη δροσιά της παγωμένης μπύρας…
Νωρίς το πρωί θα βρισκόμαστε ήδη στο κατάστρωμα αφήνοντας πίσω μας την πιεστική πρωτεύουσα για το πρώτο νησί των Κυκλάδων.
«Τι χρειαζόμαστε για το νησί;», διέκοψε το «ταξίδι» μας στη μέση η Μαριάννα από τη γωνία του τραπεζιού, καθώς ήταν πάντοτε η πιο οργανωτική της παρέας και ήθελε όλα να γίνονται στην εντέλεια.
«Θα πάρουμε κανένα κρεατικό από το χασάπη, να έχουμε να ψήσουμε αύριο. Χρειαζόμαστε και κανένα μακαρόνι», συμπλήρωσε ο Μάριος.
«Μπύρες μην ξεχάσετε να πάρετε. Θα μεταφέρουμε το σκηνικό από το στέκι, στην Άνδρο. Καθώς πιάνεις τον πρώτο διάδρομο στο σούπερ μάρκετ, θα τη βρεις αμέσως στο δεξί σου χέρι», έσπευσε να δώσει οδηγίες, κοιτάζοντας προ τον Μάριο, ο Κωστής.
«Το χάρτη να μου δώσεις για να βρω ράφι…», σχολίασε ο Μάριος. «Ξέρω… πάλι εγώ θα κουβαλάω πράγματα από το σούπερ μάρκετ, καθότι ο κουβαλητής της παρέας».
«Αφού εσύ έχεις το πιο μεγάλο αυτοκίνητο. Χωράει τις πιο πολλές FIX! Άσε που έχεις και το δίχτυ στο πορτ μπαγκάζ, τις σκεπάζεις και έτσι αποκλείεται να έχουμε κανένα… ατύχημα κατά τη μετακίνηση», απάντησε ο Κωστής. «Θα σε χαρτζιλικώσουμε μπας και σταματήσεις να γκρινιάζεις», συνέχισε το πείραγμα στον κολλητό του.
«Άστο, τα ξέρουμε τα κόλπα σου», ανταπάντησε ο Μάριος. «Το ένα κιβώτιο θα το κρατήσω για πάρτη μου».
«Πού να σου χαλάσει κανείς χατήρι…; Βιάσου όμως», είπε και του έδειξε το δρόμο για το αυτοκίνητο.
«Με διώχνεις κιόλας…», καμώθηκε τον ενοχλημένο.
«Είναι που σε λίγο κλείνει το μάρκετ, κι ακόμα θα είσαι εδώ».
Κάπως βαριεστημένα, ο Μάριος σηκώθηκε από το τραπέζι και κατευθύνθηκε προς τη γωνία του δρόμου για να πάρει το αυτοκίνητό του.
«Στην υγειά σου», έτεινε ο Κωστής το μπουκάλι προς το μέρος του φίλου του. «Στην υγειά σου», επανέλαβαν οι υπόλοιποι καθώς γελούσαν βλέποντάς τον να απομακρύνεται με την πλάτη γυρισμένη.
«Στην υγεία σας», γύρισε ξαφνικά το κεφάλι του εκείνος, γελώντας προς το μέρος τους. «Αύριο θα είμαστε στο νησί!», φώναξε με ευτυχία, άνοιξε την πόρτα και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο.