Την ανησυχία της για τις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών και προσφύγων που ακόμη μένουν στον καταυλισμό του Ελληνικού, εκφράζει η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) σε ανακοίνωσή της, καλώντας τις αρμόδιες αρχές να πραγματοποιήσουν άμεσα τις δεσμεύσεις τους και να μεταφέρουν τα στεγαζόμενα εκεί άτομα, σε κατάλληλες δομές.
Η παραπάνω δήλωση, έρχεται να προστεθεί στην επείγουσα έκκληση της Διεθνούς Αμνηστίας πριν λίγες ημέρες, για «κλείσιμο του άθλιου καταυλισμού του Ελληνικού».
Ήδη από τον Ιούνιο του 2016, η ΕΕΔΑ διαπίστωσε, μετά από σειρά επισκέψεων σε έξι κέντρα φιλοξενίας στην Ελλάδα, σωρεία παραβιάσεων των δικαιωμάτων των αιτούντων διεθνούς προστασίας και των προσφύγων, ιδίως αναφορικά με τη μαζική και αδιάκριτη κράτησή τους στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, την πρόσβασή τους σε διαδικασίες διεθνούς προστασίας, καθώς και σε αξιοπρεπείς υπηρεσίες διαμονής, υγείας και εκπαίδευσης.
Επιπλέον, η ΕΕΔΑ εξέφρασε την αγωνία της για τα συνεχόμενα επεισόδια, κυρίως στα κέντρα φιλοξενίας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, καθώς και τα -συχνά ανεξέλεγκτα- περιστατικά βίας που παρατηρούνται στα κέντρα φιλοξενίας της ενδοχώρας, τα οποία επιπλέον συμβάλλουν στην όξυνση φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας.
Επίσης, η ΕΕΔΑ ζητεί από την ελληνική Πολιτεία να τερματίσει άμεσα τη λειτουργία των μεγάλων κέντρων φιλοξενίας, καθώς και ανεπίσημων δομών φιλοξενίας, που δεν πληρούν ούτε τους ελάχιστους όρους αξιοπρεπούς διαμονής.
Υπενθυμίζει την ανάγκη ενίσχυσης των κέντρων φιλοξενίας με ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, καθώς και με προσωπικό διοικητικής και κοινωνικής μέριμνας (διερμηνείς, πολιτισμικοί διαμεσολαβητές, κοινωνικοί λειτουργοί, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, προσωπικό καθαριότητας και υποστήριξης της καλής λειτουργίας των εγκαταστάσεων), ενώ επισημαίνει την ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία των ευάλωτων ομάδων, όπως και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις.
Τέλος, για την ασφάλεια όλων των διαμενόντων στα κέντρα φιλοξενίας, κρίνεται απολύτως αναγκαία η σταθερή παρουσία αστυνομικού προσωπικού.
Η αβεβαιότητα για το μέλλον στους αποκλεισμένους πρόσφυγες και μετανάστες σε Ελλάδα, Ουγγαρία και Δυτικά Βαλκάνια, επιβαρύνει την ψυχολογική τους κατάσταση, προειδοποιεί η Unicef.
Σχεδόν 75.000 πρόσφυγες και μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων περίπου 24.600 παιδιών, που βρίσκονται σήμερα αποκλεισμένα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τα Δυτικά Βαλκάνια, βιώνουν μια παρατεταμένη κατάσταση αβεβαιότητας, επισημαίνει η Unicef σε ανακοίνωσή της και προειδοποιεί για τις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει αυτό στους ανθρώπους.
Ιδιαίτερα δύσκολη είναι η κατάσταση για τις μόνες μητέρες και τα παιδιά που περιμένουν την επανένωση με μέλη της οικογένειάς τους σε άλλες χώρες της ΕΕ, μια διαδικασία αργή και χρονοβόρα.
«Βλέπουμε μόνες μητέρες και παιδιά που έχουν αποκλειστεί στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία και δεν έχουν δει τους συζύγους και πατέρες τους για μήνες ή και χρόνια» αναφέρει στην ανακοίνωση η Αφσάν Καν (Afshan Khan), περιφερειακή διευθύντρια της Unicef και ειδική συντονίστρια για την Προσφυγική και Μεταναστευτική Κρίση στην Ευρώπη.
Τα περισσότερα αιτήματα επανένωσης οικογενειών προέρχονται από παιδιά και χωρισμένα μέλη της οικογένειας που είναι αποκλεισμένα στην Ελλάδα, συνεχίζει η Unicef, αλλά λόγω του φόρτου εργασίας και της ανάμειξης τουλάχιστον δύο κρατών μελών της ΕΕ, η διαδικασία μπορεί να είναι πολύ αργή. Το 2016, σχεδόν 5.000 αιτήματα επανένωσης οικογενειών, εκ των οποίων τα 700 από ασυνόδευτα και χωρισμένα από τις οικογένειές τους παιδιά, έγιναν από την Ελλάδα, ενώ μόνο 1.107 αιτούντες πέτυχαν να φθάσουν στη χώρα προορισμού τους μέχρι το τέλος του έτους.
Σημειώνεται, πως η Unicef συνεχίζει να παρέχει τεχνική βοήθεια σε θεσμικά όργανα και ψυχοκοινωνική υποστήριξη στα παιδιά και τις οικογένειες των προσφύγων και των μεταναστών σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, ΠΓΔΜ, Κροατία και Σλοβενία.
*Η φωτογραφία είναι αρχείου.