Οι βρετανοί αιχμάλωτοι πολέμου της φυλακής Στάλαγκ Λουφτ στην πόλη Ζαγκάν της Πολωνίας, δραπετεύουν με εντυπωσιακό τρόπο σκάβοντας τούνελ κάτω από τα τείχη της φυλακής και καταφέρνοντας να ξεγελάσουν τους Ναζί δεσμοφύλακές τους. Μεταξύ των δραπετών ήταν οι Στιβ Μακκουίν, Τζέιμς Γκάρνερ, Ρίτσαρντ Ατένμπορο και Τσαρλς Μπρόνσον. Αν τα ονόματα σας φαίνονται γνωστά είναι γιατί μιλάμε για τους πασίγνωστους ηθοποιούς του Χόλιγουντ που πρωταγωνίστησαν στην ταινία «Η Μεγάλη Απόδραση» του 1963.
Μαρτυρίες πρώην πολιτικών κρατουμένων και μελών του ΚΚΕ που συμμετείχαν στην πραγματικά «Μεγάλη Απόδραση των Βούρλων», όπως ο Ανδρέας Μπαρτζώκας, αναφέρουν πως η -τουλάχιστον- κινηματογραφική ιστορία της απόδρασης από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας στη Δραπετσώνα των 27 κρατουμένων, στις 17 Ιουλίου 1963, ενέπνευσε το σενάριο της ταινίας του 1995. Και ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα αν σκεφτούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οργανώθηκε, προετοιμάστηκε και διεκπεραιώθηκε η μεγάλη φυγή που είχε παγκόσμιο αντίκτυπο.
Οι περισσότεροι από τους δραπέτες ήταν φυλακισμένοι για παράβαση του νόμου 375 περί κατασκοπίας και φυλακίστηκαν αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου. Όλοι μέλη του ΚΚΕ, οργάνωσαν το μεγάλο τους εγχείρημα με πενιχρά μέσα, χωρίς να έχουν τη στήριξη του κόμματος (στην αρχή) και με τα μάτια των φρουρών στραμμένα συνεχώς πάνω τους.
Τα ισόγεια πορνεία που έγιναν φυλακές υψίστης ασφαλείας
Η περιοχή των Βούρλων Δραπετσώνας βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το λιμάνι του Πειραιά. Στα τέλη του 19ου αιώνα χτίστηκαν εκεί 72 ισόγεια σπίτια προκειμένου να στεγάσουν οίκους ανοχής, τους οποίους επισκέπτονταν τα πληρώματα των ελληνικών και ξένων εμπορικών και πολεμικών πλοίων που έδεναν στο λιμάνι.
Την περίοδο της Κατοχής, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί μετέτρεψαν το συγκρότημα αυτό σε φυλακές, κατασκευάζοντας ψηλούς μαντρότοιχους και στήνοντας εσωτερικές και εξωτερικές σκοπιές, ενώ μετά την απελευθέρωση της χώρας το χώρο παρέλαβαν οι ελληνικές αρχές και τον χρησιμοποίησαν απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό». Έγιναν τόπος φυλάκισης ποινικών, αλλά και πολιτικών κρατουμένων.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, που ο κόσμος ήταν μοιρασμένος σε Ανατολή και Δύση, στην Ελλάδα βρισκόταν σε εξέλιξη μεγάλη επιχείρηση για τη σύλληψη κορυφαίων στελεχών της Αριστεράς. Οι έγκλειστοι αριστεροί στις φυλακές του Πειραιά, το 1955, αποφάσισαν να αψηφήσουν την κομματική γραμμή που έλεγε ότι οι «κομμουνιστές δεν δραπετεύουν» και να οργανώσουν μια μεγάλη απόδραση.
Το σχέδιο της ασύλληπτης επιχείρησης
Εφτά μήνες πριν από τη μεγάλη φυγή, παρά τις αρχικές διαφωνίες της ηγεσίας του ΚΚΕ που βρισκόταν στο εξωτερικό, λήφθηκε η απόφαση να επιδιωχθεί η «χολιγουντιανή» έξοδος από τη φυλακή. Η προετοιμασία κράτησε τρεις μήνες και το σκάψιμο της σήραγγας που ήταν απαραίτητη για τη διεκπεραίωση του σχεδίου, άλλους τέσσερις μήνες. Μπορεί να ακούγεται απλό αλλά αν αναλογιστούμε τα μέσα που είχαν στην κατοχή τους οι κρατούμενοι, μιλάμε για μία επιχείρηση που μελετήθηκε με μαθηματική ακρίβεια και μυστικότητα.
Από το εσωτερικό της φυλακής και κάτω από το κρεβάτι του κελιού 13 θα ξεκινούσε η σήραγγα μήκους περίπου 17,5 μέτρων, η οποία θα κατέληγε σε απόσταση κοντά 20 μέτρων στο εσωτερικό του, απέναντι από τη φυλακή, εργοστασίου «Ντεστρέ». Κάτω ακριβώς από την οδό Δογάνη. Εν τέλει το λαγούμι σκάφτηκε, υποστυλώθηκε με κάθε τεχνική επάρκεια και ηλεκτροφωτίστηκε.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν αρχικά ήταν ένα κοπίδι και ένα τσαγκαράδικο σφυρί, από εκείνα που έπαιρναν από το εργαστήριο της φυλακής για διάφορα μαστορέματα. Αργότερα, όταν προχώρησαν στο σκάψιμο, απόκτησαν κι ένα σκεπάρνι.
Για το σχεδιασμό του έργου τις απαραίτητες μετρήσεις και πληροφορίες για το εξωτερικό της φυλακής τις έδωσαν οι αρραβωνιαστικιές δύο κρατουμένων συντρόφων.
Τα μεγάλα προβλήματα και πώς ξεπεράστηκαν
Τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κρατούμενοι, εκτός από τα μάτια των δεσμοφυλάκων, ήταν ο αέρας και ο φωτισμός εντός της σήραγγας, η συγκάλυψη της τρύπας κάθε φορά που θα σταματούσαν τις εργασίες τους οι μυημένοι κρατούμενοι και μετά η χρησιμοποίηση των μπαζών που έβγαιναν από τις εργασίες στην τρύπα.
Για το πρώτο ζήτημα του αποπνικτικού αέρα, οι κρατούμενοι προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν, κατασκευάζοντας αυτοσχέδιες βεντάλιες και χειροκίνητους ανεμιστήρες. Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως, όταν η σήραγγα έφτασε κάτω από το οδόστρωμα της οδού Δογάνη όπου η αραιή σύσταση του χώματος επέτρεπε τη διοχέτευση αέρα απ’ έξω.
Για το μεγάλο πρόβλημα των μπαζών αποδείχθηκαν και πάλι δημιουργικοί. Ένα μέρος από αυτά τα χρησιμοποίησαν για ένα μεγάλο πεζούλι που έφτιαξαν στο χώρο του μπάνιου των φυλακών και μερικά τσιμεντένια πλυσταριά, με την άδεια της διεύθυνσης. Στην επιφάνεια χρησιμοποιούσαν το υλικό που τους διέθεταν και στο εσωτερικό έριχναν τα δικά τους μπάζα. Ζήτησαν άδεια να κάνουν ένα παρτέρι με άνθη στο εσωτερικό προαύλιο, κόντρα στον εξωτερικό τοίχο και παράλληλα να καλλιεργήσουν γλάστρες, και τους δόθηκε. Σε πολύ λίγο καιρό η ακτίνα των πολιτικών κρατουμένων γέμισε με γλάστρες.
Τέλος για την συγκάλυψη της τρύπας έκαναν το εξής. Όταν το τσιμεντένιο δάπεδο έσπασε και η τρύπα του «πηγαδιού» της σήραγγας άρχισε να βαθαίνει, κατασκευάστηκε ένα τσιμεντένιο καπάκι, που τοποθετούνταν στο άνοιγμα κάθε βράδυ, ασβεστωνόταν και καθαριζόταν επιμελώς ώστε να μην αφήνει ίχνη που θα κινούσαν τις υποψίες των φυλάκων.
Φόρεσαν τις πιτζάμες τους και… απέδρασαν
Ήταν 11 το πρωί στις 15 Ιουλίου του 1995 όταν ο μετά από το προσεκτικό ξύσιμο του Δημήτρη Μυριανθόπουλου, εμφανίστηκε μία τρύπα από την οποία μπορούσαν να δουν τον στόχο τους: τα αποχωρητήρια του εργοστασίου «Ντεστρέ». Σιγά σιγά από την τρύπα έβγαιναν με τη σειρά οι κρατούμενοι ντυμένοι με τις πιτζάμες των φυλακών και μαντήλια. Είχαν φορέσει τα νυχτερινά τους ενδύματα πάνω από τα κανονικά τους ρούχα έτσι ώστε να μην κινήσουν υποψίες όταν θα έβγαιναν μέσα στα χώματα από την σήραγγα.
Μία ατυχής συνάντηση παραλίγο να τους χαλάσει τελευταία στιγμή την απόδραση αλλά ο φύλακας του εργοστασίου ακινητοποιήθηκε έγκαιρα και κλειδώθηκε σε ένα δωμάτιο. Ακόμα και όταν η κόρη του φύλακα του εργοστασίου τον απελευθέρωσε και ενημέρωσε των φρουρό των φυλακών για την απόδραση, εκείνος την αποπήρε λέγοντάς της «άντε παράτα με, κορίτσι μου».
Από τα Βούρλα απέδρασαν 27 άτομα, από τα οποία μόνο τα 11 κατάφεραν να διαφύγουν εντελώς καθώς κάποια καταδόθηκαν και συνελήφθησαν εκ νέου, ενώ ένας δολοφονήθηκε στα σύνορα κατά την προσπάθεια διαφυγής του. Όλοι είχαν επικηρυχθεί με χρηματική αμοιβή από 5.000 έως 30.000 δραχμές.
Οι περισσότεροι, όπως αποκάλυψε χρόνια μετά την απόδραση ένας εισπράκτορας, διέφυγαν για τα προκαθορισμένα μέρη όπου είχε κανονιστεί να κρυφτούν, με το λεωφορείο της γραμμής.
Ήταν οι Βαρδής Βαρδινογιάννης, Ανδρέας Βελλής, Γκαστόν Βερναρδής, Γιώργος Γεωργίου, Αριστοτέλης Γεωργούλιας, Βασίλης Δουκάκης, Χαράλαμπος Καλατζής, Σταύρος Καρράς, Βασίλης Κάτρης, Παντελής Κιουρτζής, Ζήσιμος Κόκλας, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, Κώστας Λιναρδάτος, Αλέκος Λογαράς, Ανδρέας Μπαρτζώκας, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, Δημήτριος Πανουσόπουλος, Αλέκος Παπαλεξίου, Αλέξης Παπούλιας, Στέλιος Πάσιος, Περικλής Ροδάκης, Σταύρος Σιδέρης, Σωτήρης Σωτηρόπουλος, Λεωνίδας Τζεφρώνης, Κυριάκος Τσακίρης, Κώστας Φίλης, Γεώργιος Χατζηπέτρου.