Τα Θεοφάνια είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Το όνομά της προκύπτει από την φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας που συνέβη σύμφωνα με τρεις σχετικές ευαγγελικές περικοπές. Τα έθιμα ποικίλλουν στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας

Κρήτη

Η γιορτή των Φώτων γιορτάζονται και στη Δυτική Κρήτη με τον παραδοσιακό τρόπο και τον αγιασμό των υδάτων όπως και σε όλες τις περιοχές της χώρας. Ωστόσο, την ημέρα αυτή στην Αγία Μαρίνα Χανίων ο ιερέας μαζί με το σταυρό που ρίχνει στη θάλασσα απελευθερώνει στον ουρανό και δεκάδες λευκά περιστέρια.

Κάθε χρόνο την ημέρα των φώτων οι χειμερινοί κολυμβητές στα Χανιά κόβουν την πίτα της πρωτοχρονιάς και κάνουν τις καθιερωμένες τους βουτιές ενώ αμέσως μετά διασκεδάζουν με παραδοσιακό τρόπο.

Στα Σφακιά αλλά σε άλλα ορεινά χωριά της Δυτικής Κρήτης οι κτηνοτρόφοι πηγαίνουν τα κουδούνια τους δίπλα στο σταυρό του αγιασμού για να αγιαστούν. Παλαιότερα πολλές νοικοκυρές με το νερό του αγιασμού έπλεναν και τα οικιακά τους σκεύη.

Εκτός από του «βουτηχτάδες» που θα σπεύσουν ανήμερα των Θεοφανείων στα λιμάνια, στους κολπίσκους, τις λίμνες και τα φράγματα για να «πιάσουν» τον σταυρό υπάρχει και μια σειρά άλλων εθίμων που με τα χρόνια περιορίζονται σε περιοχές και χωριά τόσο του Ηρακλείου όσο και του Λασιθίου.

Παλαιοτέρα, έθιμο που διατηρείται και σήμερα σε κάποια χωριά της ενδοχώρας ήταν να γυρίζει ο παπάς σε όλο το χωριό από πόρτα σε πόρτα και με το σταυρό και τον βασιλικό να αγιάζει τα σπίτια και τους πιστούς. Τον ακολουθούσαν άτομα του εκκλησιαστικού συμβουλίου οι ψαλτάδες αλλά και κάτοικοι των χωριών.

Από κάθε σπίτι που αγίαζε του έδιναν λάδι, κρασί ελιές και ό,τι άλλο είχε παράγει ο νοικοκύρης ενώ στα περισσότερα σπίτια σταματούσε η πομπή για μια τσικουδιά και ένα κρασί

Σήμερα, μπορεί το έθιμο με την όλη πομπή να υπάρχει σε ελάχιστα χωριά, συνεχίζεται όμως ο αγιασμός των σπιτιών απ’ τον ιερέα .

Επίσης πριν από χρόνια την παραμονή των Φώτων που ήταν νηστίσιμη ημέρα οι νοικοκυρές έψηναν τα «παλικάρια» ή τα «Φωτοκόλλυβα». Αυτά αποτελούνταν από βραστό σιτάρι που το αναμείγνυαν με καρπούς από ρόδι, σταφίδες, ζάχαρη και μυρωδικά.

Ακόμη την ημέρα αυτή τάιζαν και τα ζώα με κριθάρι, σιτάρι, κουκιά, παπούλες ενώ κάποιοι τα έσπερναν λέγοντας: «Φάτε πουλιά, αγριόπουλα, να συγχωρέστε και να ευχηθείτε στο ζευγά και στο ζευγολάτη».

Ακόμη στη νότια Κρήτη υπάρχει το έθιμο της ευλογίας των κουδουνιών. Έτσι από την παραμονή των Φώτων κτηνοτρόφοι της περιοχής φέρνουν μερικά κουδούνια από το κοπάδι τους στο μοναστήρι.

Εκεί τοποθετούνται κάτω από το σημείο που θα γίνει ο Μεγάλος Αγιασμός. Παραμένουν εκεί όλη τη νύχτα και αγιάζονται ενώ ανήμερα των Φώτων οι κτηνοτρόφοι τα παίρνουν και τα κρεμούν στα ζώα του κοπαδιού τους.

Δράμα

Είκοσι τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης της Δράμας, στις βορειοανατολικές υπώρειες του Μενοίκιου όρους, απέναντι από το Φαλακρό όρος και πολύ κοντά στο φημισμένο σπηλαίο του ποταμού Αγγίτη εκτείνεται περήφανο και «λουσμένο» στη φύση ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας.

Η Καλή Βρύση είναι ένας τόπος πλούσιος σε παραδόσεις, με ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων, με φιλόξενους κατοίκους αλλά κυρίως με κατοίκους που σέβονται τις παραδόσεις των προγόνων τους, τις διαφυλάττουν, τις αναβιώνουν κάθε χρόνο και το σημαντικότερο τις μεταλαμπαδεύουν στους νέους ανθρώπους.

Οι νέοι άνθρωποι είναι η κινητήρια δύναμη αυτού του χωριού. Χάρη στον δυναμισμό, τον αυθορμητισμό, την αποφασιστικότητα που τους διακρίνει, κυρίως όμως χάρη στην αγάπη τους για τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τα τελευταία χρόνια η Τοπική Κοινότητα της Καλής Βρύσης αποτελεί πόλο έλξης δεκάδων εκατοντάδων επισκεπτών από περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας -και όχι μόνο- που έρχονται το χωριό για να ζήσουν από κοντά την αναβίωσης ενός πανάρχαιου εθίμου, τα Μπαμπούγερα. Ένα έθιμο που παραμένει ακόμα ζωντανό και δίνει την ευκαιρία σε ντόπιους και επισκέπτες να διασκεδάσουν και να γλεντήσουν όλοι μαζί σαν μια μεγάλη παρέα.

Το τριήμερο 6,7 και 8 Ιανουαρίου, μικροί και μεγάλοι κάτοικοι του χωριού, στην πλειοψηφία τους άντρες, (χωρίς να αποκλείονται οι γυναίκες και τα νέα κορίτσια) θα μεταμφιεστούν, θα ξεχυθούν στους δρόμους και θα γεμίσουν το χωριό με φωνές, τραγούδια και εκκωφαντικούς ήχους από τα κουδούνια, που έχουν κρεμασμένα στη μέση τους.

«Είναι μια σημαντική στιγμή για την τοπική κοινωνία μας», λέει στο ΑΠΕ–ΜΠΕ ο γραμματέας του Πολιτιστικού Συλλόγου της Καλή Βρύσης, Δημήτρης Σίδος, ένας νέος και δραστήριος άνθρωπος. «Είναι η κορύφωση -ή αν θέλετε η έναρξη- των ποικίλλων πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που διοργανώνονται σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Είναι ένα παραδοσιακό λαϊκό δρώμενο που δεν θέλουμε να χαθεί γι’ αυτό φροντίζουμε κάθε χρόνο να το διοργανώνονται καλύτερα και να προσκαλούμε τον κόσμο να έρθει να το δει από κοντά και να διασκεδάσει μαζί μας» λέει.

Τα Μπαμπούγερα έχουν τις ρίζες τους στη λατρεία του θεού Διονύσου κι αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού το 1996 η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα σημαντικό ιερό της λατρείας του Διονύσου μόλις 2 χλμ. έξω από την Καλή Βρύση. Μια μεγάλη ομάδα επιστημονικών συνεργατών, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, σχεδιαστών καθώς και εργατών της περιοχής, εργάστηκαν με ζήλο και συνέπεια στην πολύχρονη αυτή ανασκαφική έρευνα. Μετά το τέλος των ανασκαφικών εργασιών ακολούθησε η κατασκευή ενός από τα καλύτερα στέγαστρα του ελλαδικού χώρου έπειτα από χρηματοδότηση της τότε Νομαρχίας Δράμας.

Η ανασκαφή αποκάλυψε το συγκρότημα του ιερού στη θέση μικρή Τούμπα. Η θέση αυτή, σε απόσταση περίπου 2 χλμ., ανήκει στην κοινότητα Καλής Βρύσης και δεσπόζει σε όλη την κοιλάδα του ποταμού Αγγίτη πάνω σε ένα πλάτωμα. Αποτελεί φυσική θέση αρκετά αξιόλογη, στοιχείο σημαντικό για διάφορες εποχές, ανάμεσα στα βουνά Μενοίκιο και Φαλακρό, σε μικρή απόσταση από το σπήλαιο Μααρά Αγγίτη. Πρόκειται για ορθογώνιο κτιριακό συγκρότημα, διαστάσεων 34 Χ 16 μ. που σώζεται σε καλή κατάσταση και εσωτερικά χωρίζεται σε τρεις κύριες περιοχές που αποτελούν τις λειτουργικές ενότητες του ιερού, με κύριο χώρο αδύτου τον πρώτο χώρο που χρονολογικά ανήκει στο τέλος του 4ου με αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.

Ο θεός Διόνυσος ήταν ο θεός της καρποφορίας, της ηδονής, της αμπέλου και του θεάτρου. Γιος μιας χθόνιας θεάς, της Σεμέλης και του ουράνιου θεού Δία, καρπός μιας παράνομης σχέσης, που εξαιτίας αυτής φυγαδεύτηκε στη Θράκη, όπου και μεγάλωσε. Λατρεύτηκε στην περιοχή αυτή με ιδιαίτερο πάθος επειδή έδωσε την ελπίδα στον άνθρωπο και της ένθεης μανίας να υπερβεί τα όρια του.

«Τα Mπαμπούγερα», σημειώνει ο Δημήτρης Σίδος, «με την εντυπωσιακή και επιβλητική μορφή τους ξεχύνονται στους δρόμους μετά τον αγιασμό των υδάτων ανήμερα των Θεοφανείων και χτυπούν τον κόσμο με το σακίδιο στάχτης που κρατούν στο χέρι για να ξορκίσουν το κακό».

Η μάσκα, που γίνεται από δέρματα ζώων, έχει τη μορφή τράγου, ενός ζώου που συμβολίζει τη δύναμη για ζωή. Επίσης, τα κουδούνια που ζώνονται στη μέση βγάζουν έναν ήχο για να ξυπνήσουν τη φύση. Η καμπούρα που τοποθετείται πίσω στην πλάτη συμβολίζει τη γριά μπάμπω, που έχει αποδώσει τους καρπούς της ζωής, δηλαδή τους απογόνους, και με τον τρόπο αυτό τιμάται η συμβολή όλων των ηλικιωμένων στη διατήρηση των παραδόσεων και στη διάδοσή τους από γενιά σε γενιά. Να σημειωθεί ότι αρκετές από τις στολές που φορούν σήμερα οι νέοι, κατά το έθιμο κατασκευάστηκαν ακόμα και πριν από εκατό χρόνια, γι’ αυτό και γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια συντήρησής τους.

Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις και τους τοπικούς θρύλους, τα μπαμπούγερα, κατά την εποχή του Διόνυσου, ήταν σάτυροι, ακόλουθοι του θεού, που γλεντούσαν σε μια ζωή ανέμελη γεμάτη κρασί και χορό.

Στα ελληνιστικά χρόνια, στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, λέγεται ότι αυτούς τους χρησιμοποίησε ο μεγάλος στρατηλάτης στις εκστρατείες του, με σκοπό να τραπούν σε φυγή οι ελέφαντες του βασιλιά της Περσίας, τρομάζοντας από τον ήχο των κουδουνιών.

Την περίοδο της τουρκοκρατίας κανένας Τούρκος φοροεισπράκτορας δεν πάτησε το πόδι του στην Καλή Βρύση για να πάρει το λεγόμενο χαράτσι των Ελλήνων προς τους Τούρκους, καθώς έκαναν την εμφάνισή τους τα άγρια σε όψη μπαμπούγερα και τους τρομοκρατούσαν, με αποτέλεσμα να τρέπονται σε φυγή.

Φέτος, οι γιορτές του ξεχωριστού αυτού εθίμου κορυφώνονται στις 8 Ιανουαρίου, με την αναπαράσταση του Διονυσιακού γάμου. Σε αυτή τη γιορτή μεταμφιεσμένων κυριαρχεί ο αυθορμητισμός και ο ενθουσιασμός.

«Είναι μια έξαρση της κοινωνίας για να ξεφύγει από την καθημερινότητα και τα προβλήματά της», λέει με έμφαση ο Δημήτρης Σίδος.

Λάρισα

Τα «ρουγκατσάρια», είναι ένα έθιμο γνωστό που πραγματοποιείται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας αλλά και της Θεσσαλίας την περίοδο των Θεοφανείων.

Στο νομό Λάρισας, το συναντούμε σε πολλά χωριά, ενώ φέτος τα ρουγκατσάρια θα αναβιώσουν και μέσα στη πόλη της Λάρισας, από τον Πολιτιστικό Σύλλογο «Χορίαμβος»

Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο χοροδιδάσκαλος και πρόεδρος του συλλόγου, Νίκος Σαμαρίνας, πρόκειται για ένα πανάρχαιο, παγανιστικό έθιμο όπου νέοι του χωριού φορώντας γκροτέσκο φορεσιές, περιδιαβαίνουν τα σπίτια του χωριού, εύχονται «καλή χρονιά» σε όσους συναντούν στο δρόμο. Στόχος είναι να καταφέρουν να περάσουν απ’ όλα τα σπίτια του χωριού και τραγουδώντας τα κάλαντα να μαζέψουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούν.

Έβρος

Ο ιερέας του χωριού επισκέπτεται και «φωτίζει» τα σπίτια την παραμονή των Θεοφανείων. Ανήμερα της γιορτής των Φώτων και μετά τη ρίψη του Σταυρού στο νερό, τα σπίτια κατακλύζει το άρωμα του θυμιάματος για να φύγουν οι Καλικάτζαροι, τα γνωστά εύθυμα και άτακτα δαιμόνια της λαϊκής μας παράδοσής.

Την ίδια μέρα μαγειρεύεται και η «Μπάμπω» (γριά), που δεν είναι τίποτε άλλο από το παχύ έντερο των γουρουνιών γεμισμένο με ψιλοκομμένο κρέας, πράσο, ρύζι και μυρωδικά, που αποτελεί το καθιερωμένο φαγητό των Φώτων στα περισσότερα χωριά του Έβρου.

Η αναβίωση των εθίμων είναι πάντα μία καλή αφορμή γιορτής, ανταλλαγής ευχών και κυρίως μία ευκαιρία συνεύρεσης και μοιράσματος. Είναι οι στιγμές που το παρελθόν ζωντανεύει στο παρόν φωτίζοντας το μέλλον.

Φθιώτιδα

Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα δεν είναι λίγοι οι νοικοκυραίοι στη Δυτική Φθιώτιδα που κρατώντας το έθιμο βάζουν στο τζάκι αδράχτια για να τα βλέπουν οι καλικάτζαροι και να μην κατεβαίνουν από την καπνοδόχο. Οι πιστοί στις παραδόσεις, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια, που φεύγουν οι καλικάτζαροι, δεν τρώνε ελιές, φασόλια και σύκα για να μην κάνουν «καλογήρους».

Σε χωριά της δυτικής Φθιώτιδας το βράδυ της παραμονής των Φώτων μεγάλες παρέες αγοριών και μεγαλύτερων ανδρών κρατώντας μεγάλα κουδούνια στα χέρια τα οποία χτυπούσαν συνεχώς, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων. Οι νοικοκυραίοι του χωριού τους φίλευαν χριστουγεννιάτικα εδέσματα, τα οποία στο τέλος της βραδιάς γεύονταν όλοι μαζί στις ταβέρνες του χωριού τραγουδώντας και χορεύοντας.