Η πίεση του χρόνου είναι αισθητή σε όλους τους απασχολούμενους, περισσότερο, δε, σε μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό. Ενώ, οι αυτοαπασχολούμενοι διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία οργάνωσης της εργασίας τους, αλλά είναι και αυτοί που συχνότερα αναγκάζονται να αλλάξουν ή να διευρύνουν το ωράριό τους.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την ειδική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την οργάνωση της εργασίας και τη ρύθμιση του χρόνου εργασίας, σύμφωνα επίσης με την οποία:
Η ευελιξία στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας και η οργάνωση της εργασίας, διαφέρουν ανάλογα με το δημογραφικό η/και επαγγελματικό προφίλ των μισθωτών. Οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μεγαλύτερες ηλικίες διαθέτουν περισσότερη δυνατότητα έκτακτης απουσίας και μεγαλύτερη αυτονομία στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των εργασιών τους. Το αντίθετο συμβαίνει με τους ασκούντες στοιχειώδη επαγγέλματα και απασχολούμενους σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 εργαζόμενους, όπως επίσης και με τις νεώτερες ηλικίες και τους αλλοδαπούς. Οι ίδιοι είναι, επίσης, αυτοί που εργάζονται συχνότερα κάτω από πίεση χρόνου.
Καταγραφή των ωρών εργασίας γίνεται για περίπου επτά στους δέκα μισθωτούς, με πιο διαδεδομένη πρακτική τη χειροκίνητη καταγραφή από τον προϊστάμενο ή συνάδελφο. Περισσότεροι από τους μισούς ερωτώμενους δηλώνουν ότι δεν έχουν καμία δυνατότητα να καθορίζουν την έναρξη ή τη λήξη της εργασίας τους. Το φαινόμενο είναι περισσότερο έντονο τις γυναίκες, στα άτομα κάτω των 34 ετών, στα άτομα αλλοδαπής και στους απασχολούμενους σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 εργαζόμενους. Ενώ, περίπου ένας στους τέσσερεις ερωτώμενους δηλώνει ότι καθορίζει ο ίδιος το ωράριό του. Αυτό εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό και στους εργαζόμενους στη γεωργία (ποσοστά 65,6% και 78%, αντίστοιχα). Τέλος, το 18% των απασχολούμενων δηλώνει ότι έχει κάποια ευελιξία στις ώρες προσέλευσης (κυρίως είναι οι αυτοαπασχολούμενοι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση).
Για τους περισσότερους από τους μισούς ερωτώμενους (57%), ανάγκη αλλαγής ωραρίου συμβαίνει λιγότερο από μία φορά τον μήνα. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η πλειονότητα των εργαζόμενων στον κλάδο των μη επιχειρηματικών υπηρεσιών (66%), των εργαζόμενων σε επιχειρήσεις με περισσότερους από 10 απασχολούμενους (63,7%) και των μισθωτών (61,7%). Η ανάγκη αλλαγής ωραρίου προκύπτει είτε από απαίτηση του εργοδότη είτε από το αντικείμενο εργασίας.
Οι αυτοαπασχολούμενοι με προσωπικό είναι η κατηγορία που απασχολείται συχνότερα με ζητήματα εργασίας πέραν του κανονικού ωραρίου και ακολουθούν οι ασκούντες μη χειρωνακτικά επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι στη γεωργία, δασοκομία και αλιεία, οι ασκούντες στοιχειώδη επαγγέλματα και οι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση, είναι οι κατηγορίες που εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων που δεν χρειάστηκε να ασχοληθούν εκτός ωραρίου με θέματα της εργασίας τους.
Περισσότεροι από επτά στους δέκα ερωτώμενους εργάζονται σε κτιριακές εγκαταστάσεις είτε δικές τους είτε του εργοδότη τους. Τα σχετικά ποσοστά είναι υψηλοτέρα για τα άτομα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τους μισθωτούς, τους ασκούντες μη χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα άτομα σε επιχειρήσεις με πάνω από 10 απασχολούμενους καθώς και στον κλάδο των υπηρεσιών.
Το 11% των ερωτηθέντων απάντησε ότι εργάζεται στην ύπαιθρο. Το υψηλότερο ποσοστό σε αυτή τη κατηγορία αφορά εργαζόμενους στο πρωτογενή τομέα (74%). Το ποσοστό είναι υψηλό και στις περιπτώσεις των ατόμων με εξειδικευμένα χειρωνακτικά επαγγέλματα και στα συμβοηθούντα μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων. Γενικότερα, είναι υψηλότερο στα άτομα μεγαλύτερων ηλικιών και χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου.
Εργασία σε εγκαταστάσεις ή σπίτια πελατών δηλώθηκε από το 5% των ερευνηθέντων και εμφανίζεται συχνότερα μεταξύ των ατόμων αλλοδαπής υπηκοότητας, των εργαζόμενων στη βιομηχανία, στα ορυχεία και τις κατασκευές και μεταξύ των ασκούντων στοιχειώδη επαγγέλματα.
Ο μέσος χρόνος μετάβασης στην κύρια εργασία είναι περίπου 20 λεπτά. Οι μικρότεροι χρόνοι δηλώθηκαν από εργαζόμενους σε αραιοκατοικημένες περιοχές, από τους αυτοαπασχολούμενους και αυτούς στον κλάδο της γεωργίας. Δεν παρατηρούνται διαφορές στον χρόνο μετακίνησης μεταξύ ανδρών και γυναικών.