Υπάρχουν κάποια ερωτήματα που στριφογυρίζουν κατά καιρούς στο μυαλό μου και ψάχνουν απάντηση. Πρέπει κανείς να δίνει χρήματα σε επαίτες; Κι αν είναι χρήστες ουσιών και τα χρησιμοποιήσουν για τη δόση τους; Κι αν είναι χρήστες, δεν τους δώσεις και κλέψουν για τη δόση τους; Κι αν είναι άνθρωποι που έχουν πραγματικά ανάγκη και δεν έχουν άλλον τρόπο να θρέψουν την οικογένειά τους; Κι αν έχουν άλλον τρόπο, αλλά θεωρούν πως αυτός είναι ο ευκολότερος; Τους βοηθάς πραγματικά βοηθώντας τους; Και σε ποιον να πρωτοδώσεις;
Καθημερινά, στη διαδρομή που κάνω από το σπίτι στο γραφείο και πίσω με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, έρχομαι αντιμέτωπη με την εικόνα αρκετών ανθρώπων που εκλιπαρούν για βοήθεια. Και συνήθως πρόκειται για πρόσωπα που έχω ξανασυναντήσει. Πρόσωπα που έχω ξαναδεί αρκετές φορές στα βαγόνια του ΗΣΑΠ. Σε κάθε διαδρομή, τουλάχιστον δύο με τρία άτομα θα ζητήσουν χρήματα – για το άρρωστο παιδί τους, γιατί είναι άνεργοι, γιατί είναι άστεγοι, γιατί έχουν κάποια αναπηρία και δεν μπορούν να εργαστούν… έχω πετύχει ακόμη και ένα νεαρό παιδί που έχει πει ευθαρσώς ότι θέλει χρήματα για να φάει και όχι για τη δόση του γιατί «όπως βλέπετε την έχω ήδη πάρει τη δόση μου».
Προ ημερών, ένα έντονο περιστατικό που έλαβε χώρα σε μία από τις καθημερινές αυτές διαδρομές, με «πρωταγωνιστές» έναν νεαρό άντρα επαίτη και έναν επιβάτη περίπου 50 ετών, με έκανε να συνειδητοποιήσω πως το πέρασμα του χρόνου και η υπερβολική εξοικείωση με τη θλιβερή αυτή εικόνα, με είχαν κάνει αδιάφορη απέναντι στο φαινόμενο. Μην έχοντας καταφέρει να δώσω απάντηση στα ερωτήματα που με προβλημάτιζαν, είχα ασυνείδητα αποφασίσει να «αγνοήσω» το φαινόμενο. Και όποτε κάποιος έμπαινε στο βαγόνι, εγώ παρέμενα προσηλωμένη στο βιβλίο μου και περίμενα απλώς να φύγει για να περάσει η άβολη στιγμή.
Το τελευταίο περιστατικό όμως δεν μπορούσες να το αγνοήσεις. Και για την έντασή του αλλά και για τη συζήτηση που πυροδότησε στη συνέχεια ανάμεσα στους επιβάτες του βαγονιού. Ήταν ολόκληρη η «συλλογή» των αναπάντητων ερωτημάτων μου, διατυπωμένων από ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους, μια μικρή αποτύπωση του τρόπου που σκέφτεται η κοινωνία μας για το φαινόμενο αυτό, όπως τουλάχιστον το αντιλήφθηκα. Η συζήτηση τα είχε όλα: ένταση, προβληματισμό, ευαισθησία, αγανάκτηση, «τσουβάλιασμα»…
Ο καβγάς
Όλα ξεκίνησαν όταν στο βαγόνι μπήκε ένας νεαρός άντρας, ο οποίος είχε μια αναπηρία στο χέρι του. Δεν μπορούσε να δουλέψει, έπρεπε να θρέψει το μικρό παιδάκι του και πουλούσε χαρτομάντιλα, όπως τουλάχιστον μας είπε. Υπήρχαν ορισμένοι που του έδωσαν κάποια χρήματα. Σε αντίθεση με τους άλλους επαίτες, που συνήθως βγαίνουν από το βαγόνι όταν το τρένο φτάνει στη στάση για να περάσουν στο επόμενο, εκείνος παρέμεινε στο ίδιο και επέμενε να κάθεται όρθιος πάνω από τους καθιστούς επιβάτες, λέγοντας ότι δεν φεύγει αν δεν τον βοηθήσουμε και αν δεν ευαισθητοποιηθούμε σαν άνθρωποι.
Η τελευταία αυτή αναφορά προκάλεσε την οργή ενός επιβάτη, που άρχισε να του φωνάζει πως δεν έχει το δικαίωμα να μας κρίνει και ότι ήταν δικαίωμά μας να κρίνουμε αν και πότε θέλουμε να δώσουμε χρήματα. «Να πας στην εκκλησία και στις δομές να σε βοηθήσουν και όχι να ζητιανεύεις», του έλεγε σε έντονο ύφος. «Δεν ζητιανεύω, πουλάω», του ανταπάντησε ο νεαρός άντρας.
Ακολούθησε μια λογομαχία ανάμεσα στους δύο, η οποία έφτασε μάλιστα και στο σημείο ο νεαρός άντρας να χτυπά το χέρι του με δύναμη στο βαγόνι και να κινείται απειλητικά απέναντι στον επιβάτη. Ο τελευταίος τον απειλούσε πως θα καλέσει την αστυνομία, αφού η επαιτεία είναι παράνομη στους συρμούς του σιδηρόδρομου. Όταν το τρένο έφτασε στη στάση, ο νεαρός επαίτης έσπευσε να φύγει, όχι όμως προτού φτύσει τον μεσήλικα άντρα. Ο τελευταίος, οργισμένος βγήκε στην πόρτα και άρχισε να φωνάζει την ασφάλεια του σταθμού να τον πιάσει, λέγοντας πως απείλησε και έφτυσε τους επιβάτες.
Τι σκέφτονται οι καθημερινοί άνθρωποι για την επαιτεία
Έπειτα από δύο λεπτά, το τρένο ξεκίνησε και πάλι, χωρίς να γνωρίζουμε τι απέγινε τελικά ο επαίτης. Όμως το περιστατικό δεν έληξε εκεί. Η κατάσταση ήταν ηλεκτρισμένη στο βαγόνι και, όταν μια κυρία που καθόταν στην άλλη άκρη ήρθε στο σημείο για να κάνει την παρατήρησή της, η συζήτηση «άναψε».
«Δεν μου πέφτει λόγος, αλλά εδώ οι Πακιστανοί μας έχουν κάνει τόσα… Το παλικάρι…», είπε. «Όχι, κυρία μου δεν σας πέφτει λόγος», τη διέκοψε σε έντονο ύφος ο κύριος που πρωταγωνίστησε στο περιστατικό. Εκείνη όμως επέμεινε ευγενικά να πει την άποψή της… Και τότε άρχισαν να ξετυλίγονται οι απόψεις και άλλων επιβατών που βρέθηκαν μάρτυρες στο περιστατικό.
«Εγώ του έδωσα γιατί είδα ότι είχε μια αναπηρία και θεώρησα ότι όντως δεν μπορεί να δουλέψει. Σε άλλους δεν δίνω», είπε ένας ηλικιωμένος κύριος.
«Σε κανέναν δεν πρέπει να δίνουμε. Υπάρχουν δομές, υπάρχει κράτος, υπάρχει εκκλησία. Να πάνε εκεί να τους βοηθήσουν», ήταν μια άλλη αντίδραση.
«Εγώ το παιδί το έχω δει κι άλλες φορές. Αλλά σήμερα φαινόταν ότι ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Φαινόταν ότι δεν ήταν καλά», είπε ένας άλλος.
Η κυρία που είχε επέμβει αρχικά επέμενε: «Εμένα μου φάνηκε ευγενικό το παλικάρι και δεν μου φάνηκε να λέει ψέματα. Δεν καταλαβαίνω γιατί έγινε όλο αυτό».
«Δεν καταλαβαίνετε γιατί δεν είδατε ότι μας έβρισε και μας έφτυσε επειδή δεν του δίναμε χρήματα. Αφήστε μας τώρα που θα τον υποστηρίξετε κιόλας».
«Όλοι λένε ψέματα. Δεν θέλουν να δουλέψουν και ζητιανεύουν. Μπαίνουν κάθε μέρα στα βαγόνια και ζητιανεύουν. Σε κανέναν δεν πρέπει να δίνουμε».
Μια άλλη γυναίκα που δεν είχε επέμβει στη συζήτηση μέχρι εκείνη την ώρα, φαίνεται πως είχε συγκρατήσει την αναφορά της πρώτης κυρίας στους Πακιστανούς και απευθυνόμενη προς την ίδια, της είπε: «Πάντως αυτό που είπατε για τους Πακιστανούς είναι λάθος. Τι σχέση έχουν οι Πακιστανοί;».
«Μα μας έχουν κάνει τόσα», αποκρίθηκε εκείνη, ενώ ένας άλλος άντρας έσπευσε να την υποστηρίξει, απαντώντας στη γυναίκα που είχε κάνει την παρατήρηση για το «ρατσιστικό» σχόλιο πως ήταν η δική της άποψη και δεν είχε δικαίωμα να κρίνει τη δική της άποψη.
Κάπου σε αυτό το σημείο έπρεπε να κατέβω από το τρένο. Πιθανότατα η ίδια συζήτηση συνεχίστηκε στην ίδια ένταση, ξετυλίγοντας όσα σκέφτονται οι καθημερινοί άνθρωποι για το φαινόμενο της επαιτείας.
Και σε μένα επανήλθαν ξανά οι ίδιοι προβληματισμοί που είχα απωθήσει στο βάθος του μυαλού μου. Προβληματισμοί που ψάχνουν ακόμη να βρουν απάντηση χωρίς αποτέλεσμα…
Ιουλία Κιλέρη