«Ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία αποτελούν εχθρούς της δημοκρατίας». Αυτό επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια της επίσημης έναρξης των εργασιών του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας που πραγματοποιήθηκε, με αφορμή την επέτειο κατάλυσης της Δημοκρατίας στις 21/4/67, στο χώρο των παλιών κρατητηρίων του Διοικητηρίου της ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν μεταξύ άλλων εκπρόσωποι της Βουλής, Υπουργείων, πολιτικών κομμάτων, θρησκευτικών δογμάτων, η ηγεσία της Δικαιοσύνης και της ΕΛΑΣ, εκπρόσωποι των Ανεξάρτητων Αρχών, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και πολλοί πολίτες και μέλη οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών οι οποίοι τόνισαν τη σημασία της μνήμης στον ιστορικό τόπο μαρτυρίου του ΕΑΤ ΕΣΑ.
Στον χαιρετισμό του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Προκόπιος Παυλόπουλος, μεταξύ άλλων τόνισε: «Η Ελλάδα, όλος ο Ελληνικός Λαός, αποδείξαμε εμπράκτως ότι, πιστοί και στην κληρονομιά του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος και του Πολιτισμού που αυτό γέννησε, αντιμετωπίσαμε, αντιμετωπίζουμε και θ’ αντιμετωπίσουμε ως το τέλος τούς πρόσφυγες όπως ταιριάζει στις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες του Ανθρωπισμού και της Αλληλεγγύης. Την ίδια όμως συμπεριφορά απαιτούμε και από τους λοιπούς Εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από τρίτα κράτη που φιλοδοξούν να γίνουν μέλη της μεγάλης Ευρωπαϊκής Οικογένειας. Και στο πλαίσιο αυτό απευθυνόμαστε στους –ευτυχώς λίγους- Εταίρους, οι οποίοι διακατέχονται από φοβικά και αντιδημοκρατικά σύνδρομα έναντι των προσφύγων, που ορισμένες μάλιστα φορές αγγίζουν τα όρια του ρατσισμού, και τους διαμηνύουμε ότι η υπεράσπιση των αξιακών πυλώνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να είναι ούτε επιλεκτική ούτε ευκαιριακή».
Ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης, κ. Μ. Καλογήρου τόνισε: «Ξεκινάμε την λειτουργία του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας. Παίρνουμε μέτρα που καθυστέρησαν, όπως καθυστέρησε χαρακτηριστικά και η ίδια η συνειδητοποίηση της αρχόμενης απειλής από τις κυβερνήσεις και τις κοινωνίες της Ευρώπης. Και ειδικά στην Ελλάδα, η συνείδησή αυτή ήρθε πολύ επώδυνα με τη στυγνή δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τους ακροδεξιούς κήρυκες του μίσους. Αλλά το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι το έθρεψαν οι επίσημες πολιτικές στάσεις που αντιμετώπιζαν τους μετανάστες σαν μιάσματα, σαν δυνάμει εγκληματίες. Η ίδρυση του Συμβουλίου δεν είναι η μόνη κίνηση στην οποία προχωρούμε. Ενδεικτικά αναφέρω τις βελτιώσεις που γίνονται στην αντιρατσιστική νομοθεσία, την ποινική προστασία του ατόμου έναντι του αποκλεισμού του από αγαθά και υπηρεσίες λόγω των χαρακτηριστικών του, τον ορισμό Ειδικών Εισαγγελέων για τη ρατσιστική βία σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Ηράκλειο, το νέο Σύμφωνο Συμβίωσης, τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, την αναθεώρηση του νόμου για την ίση μεταχείριση, το νομοσχέδιο για το κυβερνοέγκλημα και την ρητορική του μίσους στο διαδίκτυο, και την ενσωμάτωση της οδηγίας για την προστασία θυμάτων εγκληματικότητας».
Εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κ. Κ. Κοσμάτος, τόνισε: «Είναι αυτονόητη η αξία της δημοκρατίας, δεν χρειάζεται καμία υπόμνηση. Χρειάζεται όμως εδώ, και σε αυτό το χώρο, να θυμόμαστε ότι ο πολιτισμός του κοινού αίματος, επενδύεται συνήθως με ωραίους μανδύες (οικογένεια, έθνος), αλλά έχει και τα απόνερά του: τον ολοκληρωτισμό, ιδίως το φασισμό, και τον ρατσισμό. Η επτάχρονη δικτατορία, που στο χώρο αυτό έχει βασανίσει ανθρώπους, ασκούσε εξουσία στο όνομα του καθαρού αίματος και ερωτοτροπούσε με τις ιδέες των νεοάριων εθνικοσοσιαλιστών. Ο κίνδυνος δεν είναι λοιπόν ούτε μακρινός (στον ελληνικό χώρο άνθισαν η δημοκρατία αλλά και πολιτισμοί κοινού αίματος), ούτε απών. Αφορά την κοινωνία και την πολιτική, δυστυχώς αφορά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αφού ο ρατσιστής θεωρεί ότι η ανθρωπιά, η ανθρώπινη οντότητα, λείπει από τους αλλόφυλους: ας πνιγούν, ας πεινάσουν, ας βασανιστούν, ας σκοτωθούν».
Στον χαιρετισμό του ο κ. Jan Jarab, Εκπρόσωπος για την Ευρώπη, στο Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μεταξύ άλλων τόνισε: «Οι κυβερνήσεις χρειάζονται την ενεργό συνεργασία ανεξάρτητων θεσμών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της κοινωνίας των πολιτών. Για τον λόγο αυτό, η διευρυμένη σύνθεση του νεοσύστατου Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Τέλος, επιτρέψτε μου να συμπληρώσω ότι το Γραφείο μας αντιλαμβάνεται πως πολλά προβλήματα παραμένουν. Κάποιες από τις φιλικές προς τους μετανάστες πολιτικές της παρούσας κυβέρνησης, όπως η απομάκρυνση από την πρακτική της κράτησης, έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση από την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Επιπλέον, υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία με εξτρεμιστική, ακόμη και ανοιχτά ρατσιστική, ατζέντα κατά των μεταναστών».
Ο Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού, Γενικός Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Κωστής Παπαϊωάννου αναφέρθηκε στην πρόσφατη την πρώτη ανασύνταξη των οργανωμένων ομάδων ρατσιστικής βίας στον Πειραιά θυμίζοντας πως το κράτος δικαίου οφείλει να αμύνεται όταν απειλείται. Τόνισε την ανάγκη να συνεχιστεί η έμπρακτη αλληλεγγύη των Ελλήνων πολιτών προς τους πρόσφυγες και να μην στιγματίζονται συλλήβδην οι εθελοντικές οργανώσεις. Και κατέληξε: «Η σημερινή εκδήλωση αποτελεί μια συγγνώμη της πολιτείας από τα θύματα της ρατσιστικής βίας και τις οικογένειές τους. Μια δημόσια συλλογική συγγνώμη για τον Σαχζάτv Λουκμάν, τους Αιγύπτιους αλιεργάτες, τα ανώνυμα θύματα της ομοφοβικής και τρανσοφοβικής βίας, τους άγνωστους μουσουλμάνους που έπεσαν θύματα του πογκρόμ του 2011 που παρακολουθήσαμε στις τηλεοράσεις μας. Αλλά και μια συγγνώμη για τον Παύλο Φύσσα, εμβληματικό θύμα της μισαλλοδοξίας. Μια συγγνώμη για τους ανθρώπους που έχουν προπηλακιστεί στους δημόσιους χώρους. Μια συγγνώμη για τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που στοχοποιήθηκαν. Μια συγγνώμη για τους χώρους λατρείας που βεβηλώθηκαν. Αργήσαμε πολύ μέχρι να αντιδράσουν οι θεσμοί, μέχρι οι διωκτικές αρχές και η δικαιοσύνη να αντιμετωπίσουν το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ως αυτό που πραγματικά είναι, βαριά και ενδεχομένως οργανωμένη μορφή εγκλήματος που βάλλει κατά μεμονωμένων προσώπων και της δημόσιας τάξης. Για τούτο τον λόγο βλέπω τη σημερινή μέρα και ως μια μέρα θεσμικού αναστοχασμού. Τι έφταιξε κι αδρανήσαμε για χρόνια; Πώς θα διασφαλίσουμε ότι αυτό δεν θα επαναληφθεί;».