Γνωστή είναι η φράση «όποιον πάρει ο Χάρος» που χρησιμοποιείται ως ένδειξη αδιαφορίας για τα τυχόν θύματα που μπορεί να προκύψουν από πράξεις μας.
Ο Τάκης Νατσούλης ανάγει την έκφρασης στην εποχή των Αρματολών του 1821 κι ένα επικίνδυνο παιχνίδι που έπαιζαν και είχε στοιχίσει τη ζωή πολλών παλικαριών.
Έπαιρναν μια κουμπούρα γεμάτη, σήκωναν τη σκανδάλη της, την ακουμπούσαν όρθια πάνω σε μια πέτρα ίσια κι ένας από όλους, με μια σειρά ορισμένη, τη στριφογυρνούσε με το δεξί του χέρι, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ενόσω η κουμπούρα περιστρεφόταν, τα κλεφτόπουλα, καθισμένα ολόγυρα, τραγουδούσαν. Τέλος, η κουμπούρα έπεφτε πάνω στην πέτρα κι έπαιρνε φωτιά.
Όταν δεν έπιανε φωτιά, την έπαιρνε ο διπλανός κι άρχιζε με τη σειρά του να τη στριφογυρίζει μέχρι αποτελέσματος. Η σφαίρα συνήθως έπαιρνε κάποιον από όλους. Όταν όμως δε χτυπούσε κανέναν, έλεγαν ότι αυτό ήταν το θέλημα της μοίρας. Το κλέφτικο αυτό παιχνίδι το απαγόρευσε ο Κολοκοτρώνης με αυστηρές διαταγές.
«Δεν με νοιάζει για τα τομάρια σας», τους έλεγε, «αλλά για το μπαρούτι που χάνεται άδικα!» Κι ύστερα συμπλήρωνε: «Μονάχα εσάς συλλογιέμαι, παλικάρια μου! Δοξασμένος είναι ο θάνατος πάνω στη μάχη, όχι όμως και στα καλά καθούμενα!»
Το παιχνίδι αυτό χαρακτηριζόταν με τη φράση «όποιον πάρει ο Χάρος» που έμεινε ως τα χρόνια μας.