Ανάμνηση σμιλεμένη με αρμύρα και ιδρώτα είναι πλέον η εποχή που αμέτρητα καΐκια από νησιά του Αιγαίου όπως η Κάλυμνος, η Χάλκη, το Καστελλόριζο και η Σύμη, αλλά και από το Τρίκερι μέχρι τα μικρασιατικά παράλια, ξεκινούσαν το πολύμηνο ταξίδι τους για να τρυγήσουν σφουγγάρια από τους βυθούς, φτάνοντας μέχρι τις βορειοαφρικανικές ακτές. Σήμερα πια, σχεδόν κανείς δεν ασκεί αποκλειστικά το επάγγελμα της σπογγαλιείας.
Η «πρόοδος» έβαλε στην άκρη τα σφουγγαράδικα. Η κάθετη πτώση της ζήτησης, τα φθηνά τεχνητά υποκατάστατα σπόγγων, ασθένειες του βυθού που «χτύπησαν» πολλούς δύτες και άλλες που εκμηδένισαν κατά περιόδους τις αποικίες σφουγγαριών, σήμαναν το τέλος μιας επαγγελματικής ασχολίας που χρονολογείται από την αρχαιότητα.
Ο Αλέξανδρος Σωτηρίου, έμπειρος δύτης με γνώσεις της ιστορίας των σφουγγαράδων, εξηγεί στον «Ελεύθερο Τύπο»: «Οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι του επαγγέλματος της σπογγαλιείας, ο μοναχικός τρόπος ζωής, ο περιορισμός του πλήθους των υγιών σφουγγαριών και η ώθηση των απογόνων των σπογγαλιέων σε άλλα επαγγέλματα, έχει προκαλέσει σημαντική μείωση στον αριθμό των επαγγελματιών του κλάδου.
Ήδη από το τέλη της δεκαετίας του 1940, αρκετοί σφουγγαράδες πήραν το δρόμο της ξενιτιάς. «Λόγω των οικονομικών και άλλων συνθηκών στη χώρα μας, αρκετοί μετανάστευσαν σε περιοχές όπως το Τάρμπον Σπρινγκς της Φλόριντα στις ΗΠΑ, τις Μπαχάμες στην Καραϊβική και αλλού όπου υπάρχουν μέχρι και σήμερα ελληνικές κοινότητες, μερικά μέλη των οποίων δραστηριοποιούνται ακόμη ε τη σπογγαλιεία», σημειώνει ο Α.Σωτηρίου.