Ασκώντας έμμεση πλην σαφέστατη κριτική εναντίον της Ελλάδας η αυστριακή ακροδεξιά διατείνεται τώρα πως «η προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα καθήκον που μπορεί να διεκπεραιώσει η Ελλάδα, η οποία είναι βαριά χρεωμένη απέναντι στην ΕΕ» και πως για την προστασία των συνόρων δεν χρειάζεται η Τουρκία που δεν είναι καν τμήμα της Ευρώπης.
Σε σημερινές δηλώσεις του στη Βιέννη ο Χέρμπερτ Κικλ, γενικός γραμματέας του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων – του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης, το οποίο εμφανίζεται σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις ως η πρώτη πλέον πολιτική δύναμη στη χώρα – ανέφερε πως η Ελλάδα είναι στην περιοχή ένα είδος στρατιωτικής υπερδύναμης, με τον εξοπλισμό της χώρας να συνιστά μέρος της οικονομικής της μιζέριας, ο οποίος τώρα θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σκόπιμα για την προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ.
«Εάν η Ελλάδα θέλει, καμία απολύτως λέμβος δεν φτάνει από την Τουρκία στην επικράτεια της ΕΕ», σημείωσε χαρακτηριστικά ο γενικός γραμματέας των Ελευθέρων, παρατηρώντας νωρίτερα ότι το σχέδιο για την προστασία των εξωτερικών συνόρων από την Τουρκία είναι ούτως ή άλλως «παράλογο», καθώς η χώρα αυτή δεν αποτελεί τμήμα της Ευρώπης.
Δριμεία κριτική άσκησε ο Χέρμπερτ Κικλ εναντίον του Αυστριακού καγκελάριου Βέρνερ Φάιμαν, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, πως ο καγκελάριος, αντί να επιληφθεί των προβλημάτων των Αυστριακών ασχολείται με τα προβλήματα του Ερντογάν και ξεκινά την εισαγωγή προσφύγων από την Τουρκία, «προωθώντας προφανώς την πλήρη εξάρτηση της ΕΕ και της Αυστρίας από την Τουρκία και την παράλληλη κατάργηση του αυστριακού κράτους».
«Το πέρασμα στην πολιτική ομηρία μιας Τουρκίας που οπισθοδρομεί είναι ο λάθος δρόμος και τελείως περιττός», πρόσθεσε ο Κικλ.
Οι φραστικές αυτές επιθέσεις του γενικού γραμματέα του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων έρχονται σε απάντηση στις σημερινές δηλώσεις του Αυστριακού καγκελάριου ότι μόνον εάν λειτουργήσει η διασφάλιση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ με την Τουρκία, μπορεί η ΕΕ να αναλάβει συντεταγμένα 40.000 έως 50.000 πρόσφυγες.