Για αυτούς που καμαρώνουν χωρίς λόγο, λέμε ότι «καμαρώνουν σαν γύφτικος ζουρνάς».
Οι Βυζαντινοί, μέχρι τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας, όταν χαιρετούσαν, δεν έβγαζαν το κάλυμμα της κεφαλής τους, όπως γίνεται σήμερα με αυτούς που φορούν καπέλο, αλλά έκαναν μια πολύ βαθιά υπόκλιση, που την έλεγαν «καμάρωμα», δηλαδή κύρτωση του σώματος σαν καμάρα.
«Καμάρωμα» έκανε κατά την τελετή του γάμου και η νύφη επειδή η έκφραση του προσώπου της εκδήλωνε θρίαμβο και υπερηφάνεια, γι’ αυτό και η λέξη «καμαρώνω» έφτασε να έχει τη σημερινή σημασία της, σύμφωνα με τον Τάκη Νατσούλη.
Οι Ρομά πάλι, όταν συνήθιζαν να παίζουν τον ζουρνά, έπαιρναν θριαμβευτικό ύφος. Στόλιζαν το λαϊκό όργανο με κορδελάκια , πολύχρωμες χάντρες και με άλλα μπιχλιμπίδια κι όταν τέλειωναν τη μουσική τους, το τοποθετούν στην πιο περίοπτη θέση, για να το βλέπει όλος ο κόσμος .
Απ’ αυτό βγήκε η φράση «καμαρώνει σαν γύφτικος ζουρνάς».