Στον Συνήγορο του Πολίτη προσέφυγε Ρουμάνος, που απελάθηκε με δικαστική απόφαση και το υπουργείο Δικαιοσύνης απέρριψε την αίτησή του για χορήγηση άδειας επιστροφής στην Ελλάδα, για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους. Ο ίδιος επικαλέστηκε, επίσης, την ένταξή του στην ελληνική κοινωνία και αντιστοίχως την αποκοπή του από την αντίστοιχη ρουμανική, καθώς και τη μη εμπλοκή του, στην Ελλάδα ή τη Ρουμανία, σε άλλη αξιόποινη πράξη.
Ωστόσο, η αίτηση αυτή, όπως και αντίστοιχη αίτηση επανεξέτασης, απορρίφθηκαν, αφού ο επικαλούμενος λόγος δεν κρίθηκε «ικανός να κάμψει την αιτία για την οποία τού επιβλήθηκε το μέτρο της απέλασης» «λόγω της φύσης και της βαρύτητας των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε».
Ο Συνήγορος του Πολίτη διαπιστώνει την απουσία κριτηρίων για την άσκηση της αρμοδιότητας του Υπουργού Δικαιοσύνης να δίδει άδεια επανόδου. Προτείνει, ως εκ τούτου, την ανάληψη πρωτοβουλίας για την εξειδίκευση της συγκεκριμένης διαδικασίας και τη διασαφήνιση των σχετικών προϋποθέσεων.
Διευκρινιστικά, η ανεξάρτητη αρχή στο πόρισμα που εξέδωσε σημειώνει ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο ρουμάνος πολίτης προστατεύεται από το κοινοτικό δίκαιο ως προς την απέλαση, συμπληρώνοντας πως «το γεγονός ότι κατά τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος, αλλά και επιβολής της δικαστικής απέλασης, ο αιτών δεν ήταν κοινοτικός πολίτης, δεν ασκεί επιρροή, καθότι η ιθαγένεια λαμβάνεται υπόψη πάντοτε, δηλαδή ακόμα και στο στάδιο της εκτελέσεως».
Ως εκ τούτου, η αρχή επισημαίνει ότι «η ιδιότητα του κοινοτικού πολίτη εξετάζεται είτε σε δικαστικό επίπεδο είτε διοικητικά. Εφόσον, λοιπόν, διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την απέλαση κοινοτικού πολίτη, η αίτηση επανόδου θα πρέπει να γίνεται δεκτή».
Ο Συνήγορος τονίζει ότι «όπως καταδεικνύεται και στη συγκεκριμένη περίπτωση η ρύθμιση του θεσμού της (δικαστικής) απέλασης και, επιπλέον, του θεσμού της άδειας επιστροφής χρήζουν ίσως αναθεώρησης, με βάση τα νέα δεδομένα, τόσο της μετανάστευσης όσο και της συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ε. (την οποία αγνοεί ο ΠΚ του 1950).
Τέλος, η αρχή παρατηρεί ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης από το υπουργείο Δικαιοσύνης (11 μήνες για την πρώτη αίτηση και 22 μήνες για τη δεύτερη) «δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως υπέρμετρος».