Νωρίς έφυγε από τη ζωή, όπως και η μητέρα της, η κόρη της Κατερίνας Γώγου, Μυρτώ Τάσιου, σε ηλικία μόλις 48 ετών. H Μυρτώ ήταν ζωγράφος και ποιήτρια, ενώ την είχε σημαδέψει πολύ έντονα ο θάνατος της μητέρας της, Κατερίνας, καθώς έζησε κάθε στιγμή της έως το τέλος με ιδιαίτερη ένταση. Σε μία από τις τελευταίες της συνεντεύξεις η Μυρτώ Τάσιου μίλησε στο news.gr για τη ζωή της αλλά και για τη σχέση που είχε με τη διάσημη μητέρα της.
Διαβάστε τη συνέντευξη:
Όταν επιστρέφεις στην Ελλάδα ποιες σκέψεις γυρνάνε στο μυαλό σου; Αναμνήσεις… Αναμνήσεις… Πηγαίνω στο σπίτι που μέναμε, να δω πώς είναι. Πηγαίνω στους δρόμους που πηγαίναμε με την Κατερίνα. Τα άφησα κάθε φορά βρίσκω πάλι τα ίδια. Μοιάζει σαν να σταματάει ο χρόνος. Θυμάμαι το σπίτι στο Μεταξουργείο, εκεί όπου έμενε η Κατερίνα. Η ζωή μας τότε ήταν η Πατησίων, τα Εξάρχεια, το Κουκάκι. Πες μου λίγα πράγματα για το βιβλίο σου. Από που αντλείς την έμπνευσή σου. Λογικά έχεις επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τη Γώγου. Βέβαια. Έζησα κάθε λεπτό μαζί της. Στο βιβλίο βγάζω συναισθήματα και αναμνήσεις που είχα κρυμμένα. Τα είχα βάλει κάτω. Δεν ήθελα να τα αγγίξω. Τα χρόνια όμως πέρασαν. Ο πόνος έγινε γλυκιά θύμηση. Έτσι, οι λέξεις τρέχουν πάνω στις γραμμές από μόνες τους. Μίλησέ μου για την Κατερίνα Γώγου. Ήταν σαν να το διάλεξε η ίδια να φύγει από τη ζωή. Φίλοι της που μιλάνε κατά καιρούς για ‘κείνη, λένε ότι ήταν μια αθώα, μία δακρυσμένη – κατά τον Τσέχωφ – ψυχή. Ωστόσο βρισκόταν σε μία διαρκή σύγκρουσή τόσο με τον εαυτό της όσο και με τους γύρω της. Ήταν οργισμένη. Δεν της αναγνώρισε το κράτος το δικαίωμα να βγάλει μία σύνταξη μετά από 40 χρόνια δουλειάς. Έτσι αναγκάστηκε να στραφεί στο ταμείο απορίας. Επιπλέον όλοι της οι φίλοι της ήταν κοντά της μόνο τον καιρό που εκείνη βρισκόταν στα «πάνω» της μετά την έκδοση της ποιητικής της συλλογής “Τρία Κλικ Αριστερά”. Θυμάμαι να έρχεται συνεχώς κόσμος στο σπίτι. Γέμιζε από φίλους το σπίτι. Όλοι αυτοί όμως απομακρύνθηκαν σιγά-σιγά. Ελάχιστοι άνθρωποι έμειναν κοντά της όταν αρρώστησε και άρχισε να πέφτει. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε μία ελπιδοφόρα πορεία στον κινηματογράφο και ήταν στην ίδια γενιά με την Βουγιουκλάκη, εκείνη διάλεξε να ακολουθήσει το δικό της δρόμο. Γιατί; Είχε μία προσωπικότητα δυνατή. Ήταν αντιδραστική απέναντι στο σύστημα. Δεν ήθελε να ‘γλύψει’ κανέναν. Σε ένα μεγάλο ποσοστό ήταν έτσι και ο πατέρας σου… Ναι. Κι εκείνος ήταν αυτής της φιλοσοφίας. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου συμμετείχαν στην ΟΚΔΕ. Ήταν και οι δύο τροτσκιστές. Συναντιούνταν μέσα στην οργάνωση. Έκανε μία μεγάλη επιτυχία για την εποχή της. Η συλλογή ποιημάτων της «Τρία Κλικ Αριστερά» πρέπει να πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή, καταφέρνοντας να αγγίξει της πωλήσεις του Ρίτσου ή του Ελύτη. Πολλοί όμως ήταν εκείνοι που αμφισβήτησαν τα ποιήματά της μεταξύ αυτών και ο αδερφός της. Πες μου λίγο για το κλίμα που δημιουργήθηκε μετά την επιτυχία της. Η Κατερίνα έγραφε από παλιά. Για να καταλάβεις, όταν ήμουν μικρή, η Κατερίνα μου έγραφε κάθε βράδυ ένα παραμύθι για να το διαβάσω πριν κοιμηθώ. Έγραφε, έγραφε, έγραφε… Κάποια στιγμή θέλησε να δοκιμάσει. Να δει αν γινόταν να τα εκδώσει. Όλοι οι εκδότες όμως της έκλειναν την πόρτα ο ένας μετά τον άλλον. Πηγαίνοντας στον Καστανιώτη, δέχτηκε τελικά να εκδώσει το «Τρία Κλικ Αριστερά». Ήταν ο πρώτος και ο μόνος που είπε «ναι, θα τα βγάλω». Όλοι οι άλλοι φοβούνταν. Ήταν ποιήματα οργής. Με πολιτικό περιεχόμενο. Δεν ήθελαν να ακουμπήσουν αυτά τα θέματα. Μιλούσε για ‘κείνη, αλλά ασκούσε και έντονη κριτική στα κόμματα. Άρα λοιπόν έρχεται η αναγνώριση των ποιημάτων, τα οποία στη συνέχεια ταξιδεύουν και εκτός συνόρων όπου και μεταφράζονται. Ξαφνικά όλοι σαν τις μέλισσες αρχίζουν να συγκεντρώνονται γύρω από αυτή; Ναι. Θυμάμαι ότι ερχόταν κόσμος από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Το σπίτι μας είχε γίνει κοινόβιο. Ένα σπίτι διαρκώς γεμάτο. Κάπου διάβασα κάτι που είχε γράψει για ‘σένα: «Μονάχα σας παρακαλώ μην κουτσομπολεύετε. Αφήστε τη Μυρτώ ήσυχη. Έτσι γεννήθηκε. Λυπημένη». Τι ήθελε να πει με αυτό; Πήρες λίγη από τη δική της λύπη; Εγώ δεν ήμουν όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Δεν είχα γονείς, όπως τα άλλα παιδιά. Ήμουν μοναχικό παιδί. Καθόμουν στο δωμάτιό μου, ζωγράφιζα και έγραφα ποιήματα. Κι αυτό ενοχλούσε την Κατερίνα. Δεν ήταν εύκολο να με κάνει να γελάσω ή να διασκεδάσω. Ήμουν πολύ σοβαρή. Από την άλλη φοβόμουν όλον αυτό τον κόσμο που έμπαινε στο σπίτι μας. Τρόμαζα με όλους αυτούς τους μαλλιάδες, τα φρικιά. Όταν είναι κάποιος μικρός σε ηλικία, τα αντιμετωπίζει κάπως διαφορετικά τα πράγματα. Έπιναν, έπαιζαν μουσική, γελούσαν, κι εγώ τρόμαζα. Πίστευα ότι θα πάρουν τη μητέρα μου. Ποια ήταν η σχέση που είχες με τους γονείς σου; Ο Τάσιος ήταν πιο μακριά σου σε σχέση με την Κατερίνα που ήταν διαρκώς δίπλα σου; Έχω παράπονο από τον πατέρα μου. Όταν χώρισαν ήμουν μόλις δύο χρονών. Δεν τους είδα ποτέ σαν μάνα και πατέρα μαζί. Η Κατερίνα μπορεί να ήταν πιο κοντά μου. Ο τρόπος ζωής όμως που είχε διαλέξει να κάνει, δεν της έδινε τη δυνατότητα να βρίσκεται πολλές ώρες μαζί μου. Διάλεξε να είναι με τους αναρχικούς, μετά το πέρασμά της από την Αριστερά. Έτρεχε σε διαδηλώσεις, καταλήψεις και συναυλίες. Η αγάπη της ήταν μοιρασμένη παντού. Έτρεχε να μπερδευτεί ταυτόχρονα με πολλά πράγματα. Με την πολιτική, με την ποίηση, με το θέατρο. Μοίρασε αγάπη παντού. Έλαβε όμως την ίδια ανταπόκριση από την άλλη πλευρά; Έμεινε εντελώς μόνη της. Κι αυτός ήταν ένας λόγος, για τον οποίο διάλεξε να πεθάνει. Μου είχε πει: «Έγραψα ένα βιβλίο, φύτεψα ένα δέντρο, έκανα ένα παιδί, ο κύκλος μου έκλεισε». Αυτό μου είπε λίγο πριν πεθάνει. «Εσύ θα τη σκαπουλάρεις», πρόσθεσε. Τελικά έπεσε μέσα; Τη σκαπούλαρες; Γιατί πέρασες κι εσύ τις δικές σου περιπέτειες. Ναι. Τη σκαπούλαρα. Έπεσα κάποια στιγμή στα ναρκωτικά. Για πολλά χρόνια. Χρόνια πόνου, αφραγκίας και αρρώστιας. Μετά το θάνατο της Κατερίνας όλο αυτό έγινε πιο έντονο. Ήμουν μία νεκρή που περπατούσε. Ένα χρόνο μετά ήρθε ο πατέρας μου να με βρει και μου είπε να πάω σε μία κοινότητα απεξάρτησης στο Παλέρμο, στην Ιταλία. Κι εγώ δέχτηκα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Ή θα πέθαινα ή θα διάλεγα κάτι για να σταθώ και πάλι στα πόδια μου. Και τελικά νίκησα. Το γράφω και στο βιβλίο μου. Έχουν περάσει 11 χρόνια που είμαι καθαρή. Πολύ δύσκολος δρόμος και επώδυνος. Αν μισείς κάποιον, πες του να πέσει στα ναρκωτικά. Σε επηρέασε ως προς αυτό η Κατερίνα; Ναι. Με επηρέασε. Εκείνη ήταν βυθισμένη στο αλκοόλ. Στα ξίδια. Έπινε πολύ. Μεγάλη πληγή το αλκοόλ. Δύσκολη ερώτηση. «Εμείς θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα, να ζούμε όμορφα, να έχουμε φίλους, να αγαπάμε. Κάποιοι άλλοι όμως έχουν αντίθετη άποψη. Μας καταστρέφουν τα όνειρα», αυτό μπορεί να έλεγε. Γι’ αυτό κι εγώ έφυγα από την Ελλάδα. Έζησες από κοντά το θάνατό της. Πώς θυμάσαι τις τελευταίες στιγμές της; Εκείνη την εποχή είχε σχέση με το Νίκο. Αυτός ήταν μπλεγμένος με τα ναρκωτικά. Επηρέαζε αρνητικά τη μητέρα μου. Δεν ήθελα ούτε να τον βλέπω. Την εκμεταλλευόταν. Η Κατερίνα ήταν πολύ άσχημα τις τελευταίες μέρες πριν πεθάνει. Ήταν θυμάμαι Παρασκευή όταν την είδα τελευταία φορά. Το Σάββατο και την Κυριακή δεν πήγα στο Μεταξουργείο να τη δω. Εκείνη την εποχή έμεναν με «αυτόν» στο Μεταξουργείο, στο σπίτι της γιαγιάς. Ένα σπίτι μισογκρεμισμένο. Σαν κατασκήνωση. Την Κυριακή βρίσκω ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα μου: «Να πάρεις επειγόντως το νονό σου τηλέφωνο». Όταν το βλέπω αναρωτιέμαι: «Είκοσι χρόνια έχει να με πάρει τηλέφωνο, τι θέλει τώρα;». Τον πήρα λοιπόν τηλέφωνο και μου λέει: «Κορίτσι μου η μητέρα σου πέθανε. Ήταν πολύ άρρωστη και επιτέλους ξεκουράστηκε». Πέταξα τότε το τηλέφωνο, και άρχισα να τρέχω στην Πατησίων φωνάζοντας: «Η Κατερίνα μου πέθανε, η Κατερίνα μου πέθανε…». Ήμουν τότε 22 χρονών. Παρά το γεγονός ότι εγώ ήθελα να μένω μαζί της εκείνη δεν με άφηνε. Το ήξερε ότι θα δώσει τέλος σε αυτή την ιστορία και με έδιωχνε. Με έβριζε. Και μετά μάθαινα ότι έκλαιγε που με έδιωχνε. Με έδιωχνε για να μην βλέπω την κατάστασή της. Να μην πονάω. Μου μιλούσε άσχημα προσπαθώντας να με απομακρύνει. Κι εγώ νόμιζα ότι ήταν επιθετική επειδή ήταν πιωμένη. Στην πραγματικότητα όμως είχε διαλέξει μέσα της. Αυτό που είχε πει ήταν: «Άλλη γαμωκυριακή δεν θα περάσω». Και αυτό έκανε. Θέλει πιο πολύ δύναμη να ζήσεις ή να αφήσεις τη ζωή τελικά; Ήταν το «γαμώτο» που δεν έζησε τη ζωή που ήθελε να ζήσει. Σε ένα ποίημά της έγραφε: «Άρχισα να γέρνω σαν εκείνη την ιτιούλα που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου. Και δεν είναι που θέλω να ζήσω. Είναι το γαμώτο που δεν έζησα…».