Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, «Μικρές ιστορίες για το ντιζάιν», ο Δημήτρης Αρβανίτης μίλησε σε συνέντευξή του για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού ντιζάιν καθώς και την επιρροή της σύγχρονης οπτικής κουλτούρας στη ζωή των ανθρώπων.
Διαβάστε τη συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Αρβανίτης στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία:
Να κλάψω ή να γελάσω για το ελληνικό ντιζάιν;
Να γελάσεις με την ελπιδοφόρα ύπαρξη μιας νέας γενιάς με γερά εφόδια και ταλέντο που χαράζει τον δρόμο της μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και να κλάψουμε μαζί για την ευτέλεια μιας μαζικής ισοπεδωμένης παραγωγής που λερώνει ό,τι πιάσει στη ζωή μας.
Ωραία λοιπόν, βλέπω νέους ντιζάινερ ένα σωρό. Αξίζουν τον κόπο;
Συνήθως οι ποσοτικές αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα ποιοτικές αλλαγές. Συνωστισμός σε μια απαίδευτη, μίζερη και μικρή αγορά και χυλώδης αισθητική λάιφ στάιλ κρύβονται σε κάθε γωνία. Κάποιοι αξίζουν περισσότερο απ’ ό,τι κι οι ίδιοι πιστεύουν.
Επειδή είσαι κι εσύ τρελός με η μουσική: Πόσο χάσανε τα εξώφυλλα, με τη μετάβαση από τα LP στα CD;
Η βιομηχανία, αναφώνησε «συρρίκνωσα το παιδί», αλλά σε λίγο το έχασε. Τα εξώφυλλα των δίσκων αποτελούν ένα μοναδικό παρελθόν που τίποτα πια δεν το αναπαράγει. Ο κύκλος αυτός έκλεισε και σήμερα δεν αφορά κανέναν, εκτός από τους μανιακούς συλλέκτες. Θα μείνουν στην ιστορική μνήμη και θα διδάσκουν(πολλά από αυτά) ήθος σχεδιασμού και δημιουργικότητας.
Μπορεί το ντιζάιν να αναδείξει ή να βυθίσει ένα προϊόν;
Το ντιζάιν είναι ο εν δυνάμει καταλύτης. Κανένα «καλό» ντιζάιν δεν μπορεί να πουλήσει κανένα κακό προϊόν. Ένα «κακό» ντιζάιν μπορεί να συμπαρασύρει ένα άξιο προϊόν στα αζήτητα.
Μήπως παραγίναμε σκλάβοι της οπτικής κουλτούρας;
Να πω όχι, δεν θα σε πείσω. Ζούμε σε μια παρατεταμένη περίοδο υπερπαραγωγής εικόνων δίχως λόγο ύπαρξης. Καθημερινά, κάθε λεπτό παράγονται με απίστευτη ευκολία εικόνες που ρυπαίνουν την όραση και θολώνουν τη σκέψη. Οι φλύαρες εικόνες δεν είναι μόνο χίλιες λέξεις, κατά τη γνωστή κινεζική φράση. Είναι μικροβιακές εστίες που το μόνο που καταφέρνουν είναι να θρέψουν τη ματαιοδοξία των ανεγκέφαλων παραγωγών τους και να καταστρέφουν τη γλώσσα ως εργαλείο διαλεκτικής.