Μεσημέρι 29 Σεπτεμβρίου 1980 στην Κάτω Τούμπα Θεσσαλονίκης και η μυρωδιά του ψημένου γύρου που διαχέεται στην ατμόσφαιρα διεγείρει την όσφρηση και «ξεσηκώνει» ειδικά τους φίλους αυτού του είδους κρέατος.
Στο μικρό μαγαζί, λίγων μόλις τετραγωνικών μέτρων, ο εικοσιπεντάχρονος, τότε, ψήστης Γιώργος Παναγιωτίδης, είναι από τους πρώτους που σύστησαν το γύρο στους κατοίκους της πόλης. Άμαθος τότε, καθώς μέχρι να γίνει ψήστης ήταν εργάτης σε σιδηροκατασκευές, με μοναδικό εφόδιο τη διάθεση για κάτι καινούργιο και γευστικό, περνά πλέον ώρες ατελείωτες μπροστά από τις πυρακτωμένες περιστρεφόμενες μπάρες και κάθε μέρα κάτι διορθώνει κάτι αλλάζει, κάτι προσθέτει ή αφαιρεί με σκοπό το τέλειο γευστικό αποτέλεσμα.
Σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα μετά, βγήκε έξω από την μπάρα του ψησίματος, έχοντας δώσει τη θέση του στο γιο του, ωστόσο σχεδόν ποτέ δεν λείπει από το μαγαζί με τις οδηγίες και τις συμβουλές του πάντα πολύτιμες για τη νέα γενιά και τον αριθμό των πιτόγυρων που έχει ψήσει ο 77χρονος… να ζαλίζει.
«Έκλεισα ήδη 44 χρόνια ψησίματος και όταν κάνω και κάποιες πρόχειρες μαθηματικές πράξεις για το τι έχω ψήσει ζαλίζομαι κι εγώ ο ίδιος από τον πολλαπλασιασμό και τα νούμερα. Περίπου 100 τη μέρα, μέχρι σήμερα, είναι μερικά εκατομμύρια πιτόγυρα και δεν σταματώ», λέει μιλώντας στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Γιώργος και προσθέτει ότι στη δουλειά δεν υπάρχει μυστικό επιτυχίας και μαγικές συνταγές, αλλά αυτό που μετράει και καθορίζει το αποτέλεσμα είναι η ποιότητα των υλικών σε συνδυασμό με την αγάπη και το μεράκι του ψήστη.
Θυμάται ότι όταν έβαλε «το γύρο στην πυρά» δεν είχε ιδέα ούτε αν θα ανταποκριθεί ο κόσμος, ούτε αν θα πετύχει επαγγελματικά. Όμως εκείνη την εποχή ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι ιδιοκτήτες τέτοιων καταστημάτων εστίασης και έζησε τελικά και τη χρονική περίοδο που είχε ουρά και αναμονή απ’ έξω από το μαγαζί του για να πάρει ο κόσμος γύρο.
«Τότε, για να καταλάβετε, το μαγαζί μας διανυκτέρευε, οπότε εργαζόμενοι της νύχτας όπως τραγουδιστές, σερβιτόροι και πολλοί ακόμη έπαιρναν το χορταστικό γεύμα στο κλείσιμο της βάρδιας. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι μας πελάτες. Η μετάβαση στην εποχή που ο γύρος μπήκε στις ζωές και τις διατροφικές συνήθειες και των υπολοίπων δεν άργησε να γίνει. Σύντομα αποτέλεσε ένα γεύμα πρώτης επιλογής για φοιτητές ή στο βραδινό, συνήθως στο χέρι, με το γνωστό χάρτινο περιτύλιγμα και τα υλικά να ξεχειλίζουν γιατί είχαμε και έχουμε τεράστια σάντουιτς στη βόρεια Ελλάδα», λέει ο κ. Παναγιωτίδης.
Μεγαλωμένος μέσα στο μαγαζί ο γιος του κυρίου Γιώργου, ο Ανέστης Παναγιωτίδης, έμαθε από μικρός την τέχνη από τον έμπειρο και πρώτο διδάξαντα πατέρα του και σήμερα είναι αυτός που τρέχει την επιχείρηση. Μπήκε νωρίς-νωρίς στο επάγγελμα, από τότε που επέστρεφε από το σχολείο και αφού έκανε τα μαθήματα, άφηνε την τσάντα για να μπει στο σουβλατζίδικο και να βοηθήσει αλλά και να μάθει.
«Έβλεπα χαρούμενο τον πατέρα μου. Χαρούμενους τους πελάτες και σκέφτηκα ότι είναι αυτό που θέλω να κάνω και εγώ. Είμαστε νεότερη γενιά, αλλά τον κλασικό γύρο δεν τον ακουμπάμε, είναι σχεδόν ίδιος με αυτόν στα πρώτα σάντουιτς του ‘80. Έχουμε βέβαια εξελίξει πολλά προϊόντα άλλα και έχουμε βάλει και νέες γεύσεις», σημειώνει ο κ. Ανέστης Παναγιωτίδης.
Αυτό που σίγουρα άλλαξε και είναι και ανάγκη της εποχής είναι η χρήση των Social Media και ιδιαίτερα τα βίντεο στο Tik-Tok στα οποία… μπήκε και ο μπαμπάς. «Έχει μπει στα βαθιά των Social και του Tik-Tok. Οι εργαζόμενοι στο μαγαζί και εγώ κάνουμε πολλά βιντεάκια, ανεβάζουμε με χιούμορ και συνταγές και μυστικά και προτάσεις και νέες κυκλοφορίες, αλλά ό,τι και να κάνουμε οι αναρτήσεις του μπαμπά είναι αυτές που σαρώνουν και τις οποίες σχολιάζουν οι περισσότεροι χρήστες. Βλέπετε ο παλιός είναι αλλιώς», σημειώνει ο κ. Παναγιωτίδης.
Μπαμπάς και γιός υποστηρίζουν ότι ποιότητα και ποσότητα μπορούν να πάνε μαζί και όπως λένε μάλιστα ειδικά οι ξένοι εκθιάζουν τον γύρο τους και βγαίνουν και selfie με τον πρωτομάστορα κ. Γιώργο. «Οι τουρίστες λένε ότι γύρο σαν της Θεσσαλονίκης δεν έχουν φάει πουθενά και κάνουν και βιντεάκια στο μαγαζί με επιφωνήματα σχετικά κυρίως με την ποσότητα και τη γεύση και πάντα με ειδική αναφορά στο τζατζίκι που συνήθως επιλέγουν να βάλουν μέσα στο γύρο τους» σχολιάζουν οι μάστορες του γύρου, ο παλιός και ο νέος.