Πώς και από ποιους δημιουργήθηκαν τα πολυσυζητημένα Τάγματα Ασφαλείας, που αν και απαρτίζονταν από Έλληνες, συνεργάζονταν ευθέως με τους Γερμανούς την περίοδο της Κατοχής του 1943-1944 στη χώρα μας; Ποιος είναι ο μισθός που λάμβαναν και γιατί αποκαλούνται «Γερμανοτσολιάδες»; Με ποιον τρόπο τους στήριξε η αντιστασιακή οργάνωση του ΕΔΕΣ Αθηνών;
Ποιοι εντάσσονταν σε αυτές τις παραστρατιωτικές μονάδες που διακατέχονταν από αντικομμουνιστικά και αντιβασιλικά αισθήματα; Πόσοι ήταν τελικά; Αληθεύει ότι είχαν, αν όχι τη στήριξη, τουλάχιστον την ανοχή ακόμα και των εξόριστων ελληνικών κυβερνήσεων και των βρετανών συμμάχων; Σε αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα δίνει τεκμηριωμένες απαντήσεις ο υποψήφιος διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολης Πάφου, Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, στο βιβλίο του με τίτλο: «Δημοκρατικά Τάγματα – Οι “πραιτωριανοί” της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας 1923-1926», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.
Ο συγγραφέας μέσα από την πολυετή έρευνά του φωτίζει πτυχές της ελληνικής ιστορίας που παρέμεναν για χρόνια σκοτεινές και, αφού αναλύει διεξοδικά τα Δημοκρατικά Τάγματα που έδρασαν την περίοδο από την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922 έως το 1926, ακολούθως καταπιάνεται και με τα Τάγματα Ασφαλείας της περιόδου 1943-1944. Μεταφέρει με εύληπτο τρόπο την ίδρυσή τους, τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτή την κίνηση, τη δράση τους και τα όσα ακολούθησαν μετά τη διάλυσή τους.
Η συγκρότηση των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας
«Ο απόηχος της αιματηρής πορείας των Δημοκρατικών Ταγμάτων έφτασε μέχρι τα τελευταία χρόνια της Κατοχής», αναφέρει ο κ. Δασκαρόλης. Μετά την πλήρη επικράτηση του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο (εκτός της Ηπείρου) και τη συνεχή ενδυνάμωση της αντιστασιακής οργάνωσης του ΕΑΜ στα αστικά κέντρα, η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη σε συνεννόηση με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής δημιούργησε ως αντίρροπό τους, τα Τάγματα Ασφαλείας. Ο νόμος 260/18-6-1943 (ΦΕΚ Α΄ 180) προέβλεπε τη δημιουργία δύο Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αθήνα και δύο στη Θεσσαλονίκη, ενώ περιέγραφε λεπτομερώς τους όρους της εθελοντικής κατάταξης οπλιτών στο νέο σώμα, αλλά και τις ανταμοιβές που θα εξασφάλιζαν μετά την απόλυσή τους.
Οι απολαβές
Ο μισθός των εθελοντών ήταν ίσος με τις μηνιαίες αποδοχές των οπλιτών της φρουράς του Άγνωστου Στρατιώτη, ενώ επιλέχθηκε ως στολή τους η ευζωνική, ώστε να υπογραμμιστεί η εθνική αποστολή των νέων μονάδων (γι’ αυτό κι έλαβαν το προσωνύμιο «Γερμανοτσολιάδες»). Η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη είχε την πρόθεση μέσω των Ταγμάτων Ασφαλείας να προστατέψει το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς, να μην επιτρέψει την ανάληψη της εξουσίας από το ΕΑΜ και να διαφυλάξει την τάξη μέχρι την επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην Αθήνα.
Ήδη την προηγούμενη διετία το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε φέρει εις πέρας τη διάλυση ή την εξόντωση όλων των υπόλοιπων αντιστασιακών ομάδων, καθώς μέχρι τον Οκτώβριο του 1943 ο συνολικός αριθμός των νεκρών από τις εμφύλιες συγκρούσεις ήταν μεγαλύτερος εκείνου από την ένοπλη σύρραξη ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού) και ΕΔΕΣ (Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Σύνδεσμου) υπό τον Ναπολέοντα Ζέρβα, που ακολούθησε.
Τίνος ιδέα ήταν η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας
Στην αρχική τους σύλληψη τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν τη μεσοπολεμική χροιά των Δημοκρατικών Ταγμάτων. Αυτό γίνεται εύκολα φανερό, καθώς η βασική ιδέα της δημιουργίας τους προήλθε από τον Ιωάννη Βουλπιώτη, εμπορικό εκπρόσωπο της Siemens στην Ελλάδα, με ισχυρές διασυνδέσεις στις Γερμανικές Αρχές Κατοχής.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Βουλπιώτης είχε στενές επαφές με όλους τους πρωταγωνιστές των Δημοκρατικών Ταγμάτων, όπως οι Πάγκαλος, Ντερτιλής και Ζέρβας, του οποίου τη σύζυγο είχε προσλάβει ως προσωπική του γραμματέα. Εκτός του Βουλπιώτη φαίνεται ότι στη δημιουργία τους συνετέλεσε και ο ίδιος ο στρατιωτικός, Θεόδωρος Πάγκαλος, σε μια κοινή τους συνάντηση με τον Ντερτιλή και άλλους βενιζελικούς αξιωματικούς απότακτους του κινήματος του 1935.
Η στήριξη του ΕΔΕΣ Αθηνών στους Ταγματασφαλίτες
Πολλοί ερευνητές υποστήριξαν ότι στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας βοήθησε και ο ανώτατος αξιωματικός και πρώην πρωθυπουργός, Στυλιανός Γονατάς, ο οποίος ασκούσε αποφασιστική επιρροή στον ΕΔΕΣ Αθηνών. Λόγω της επιρροής αυτής ο ΕΔΕΣ Αθηνών αυτονομήθηκε από τον Ζέρβα και στήριξε ενεργά τα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ στο αρχικό στάδιο της δημιουργίας τους απαλείφθηκε από την ονομασία των νέων μονάδων ο όρος «Δημοκρατικά», ώστε να μην απωθηθούν οι βασιλόφρονες αξιωματικοί.
Στις συνεννοήσεις συμμετείχε και ο απόστρατος συνταγματάρχης, Θεόφιλος Βουτσινάς, ο παλαιός διοικητής της ταξιαρχίας της Δημοκρατικής Φρουράς, που ως συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις» αρθρογραφούσε υπέρ της Ιταλίας. Επίσης, και ο Ιωάννης Γρηγοράκης, παλαιός παγκαλικός υπουργός, ως υπουργός Εργασίας της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, πιέζοντας ορισμένους αξιωματικούς να ενταχθούν σε αυτά. Μια άλλη σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Ράλλη ήταν ο Αναστάσιος Ταβουλάρης που είχε διατελέσει υπουργός σε παγκαλικές κυβερνήσεις. Ο Ταβουλάρης, που είχε λάβει μέρος στον «πρώτο περίπατο της Αγίας Παρασκευής» ως ομοτράπεζος του δικτάτορα, επίσης πρωτοστάτησε στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Μισθοδοτούνταν από το κράτος αλλά και από εύπορους Αθηναίους
Οι εθελοντές στρατιώτες των Ταγμάτων Ασφαλείας μισθοδοτούνταν από το κράτος αλλά και από εύπορους Αθηναίους, είχαν εξασφαλισμένη διατροφή και είχαν εξοπλιστεί από τους Γερμανούς. Αρχικά η κατάταξη εθελοντών στις νέες μονάδες δεν ήταν ικανοποιητική, ενώ και οι Γερμανοί δίσταζαν να τις εξοπλίσουν υπό τον φόβο μήπως τα όπλα που θα τους έδιναν στρέφονταν κάποια στιγμή εναντίον τους, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του Ράλλη περί του αντιθέτου.
Για να εξαναγκάσει αξιωματικούς να ενταχθούν στα Τάγματα Ασφαλείας (καθώς οι περισσότεροι είχαν δισταγμούς), ο Ράλλης τούς εκβίασε απειλώντας ότι θα τους στερούσε τον μισθό και το δελτίο τροφίμων που λάμβαναν. Χάρη στην εμπλοκή των Πάγκαλου και Γονατά, αλλά και του Σοφούλη, σύμφωνα με τον Ράλλη, αρχικά στελέχωσαν τα Τάγματα Ασφαλείας των Αθηνών βενιζελικοί αξιωματικοί και απότακτοι του κινήματος του 1935. Για τον λόγο αυτό η κυβέρνηση εξέδωσε έναν νέο νόμο που επανέφερε στον Στρατό όλους τους απότακτους βενιζελικούς αξιωματικούς του κινήματος του 1935 με τους βαθμούς που έφεραν.
Αντιβασιλικά και αντικομμουνιστικά τα Τάγματα
Ο αρχικός χαρακτήρας των Ταγμάτων ήταν καθαρά αντιβασιλικός και αντικομμουνιστικός, στρεφόμενος κατά της επιστροφής του βασιλιά και κατά της επικράτησης του ΚΚΕ στην Ελλάδα, είτε κατά την αποχώρηση των Γερμανών είτε μετά.
Πρώτος γενικός διοικητής τους ορίστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1943 ο παλαιός διοικητής των Δημοκρατικών Ταγμάτων, Βασίλειος Ντερτιλής, προαχθείς σε υποστράτηγο, ο οποίος σε μια συμβολική τελετή μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη παρέλαβε την πολεμική σημαία των Ταγμάτων Ασφαλείας από τον πρωθυπουργό Ράλλη. Αλλά δεν ήταν ο μόνος αξιωματικός των Δημοκρατικών Ταγμάτων που εντάχθηκε στα Τάγματα Ασφαλείας. Ήταν επίσης και ο Θεόδωρος Λεοντοκανάκης, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου, και ο Ιωάννης Λαγογιάννης που ως λοχαγός των Ταγμάτων Ασφαλείας σκοτώθηκε στο μπλόκο της Καισαριανής στις 11 Ιουλίου 1944.
Ποιοι εντάχθηκαν στο Σώμα
Στα Τάγματα Ασφαλείας εντάχθηκαν από την πρώτη στιγμή πολίτες που είχαν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης και κατέφυγαν εκεί για να εξασφαλίσουν τη διατροφή τους. Επιπλέον, κατατάχθηκαν πολλά κακοποιά στοιχεία, πλιατσικολόγοι ή κοινοί ληστές και μαυραγορίτες που επιδίωκαν να εξασφαλίσουν την ατιμωρησία τους μετά την απομάκρυνση των Γερμανών, φανατικοί αντικομμουνιστές και τέλος, κάποιοι λίγοι γερμανόφιλοι. Επίσης, εντάχθηκαν πολλοί εθνικόφρονες της υπαίθρου που είχαν υποστεί διώξεις από το ΕΑΜ και ήθελαν να ανταποδώσουν ή να εκδικηθούν. Πολύ σύντομα η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας πόλωσε την ελληνική κοινωνία, καθώς η πλειονότητα των μη κομμουνιστών πολιτών αντιμετώπιζε με ανοχή ή ακόμα και με συμπάθεια τα Τάγματα Ασφαλείας, που φαινόταν ότι είχαν αναλάβει την άμυνα του αστικού κράτους έναντι του επελαύνοντος κομμουνισμού.
Παράλληλα, ο χαρακτήρας των Ταγμάτων μεταβλήθηκε πολύ σύντομα σε φιλοβασιλικό, καθώς εντάχθηκαν στις τάξεις τους πολλοί βασιλόφρονες αξιωματικοί που μετάλλαξαν τον αρχικό ακραιφνή δημοκρατικό του χαρακτήρα.
Πόσοι ήταν
Ουσιαστικά τα Τάγματα Ασφαλείας ανδρώθηκαν και ισχυροποιήθηκαν μετά το φθινόπωρο του 1943 και ο χαρακτήρας τους ήταν κατά τόπους διαφορετικός. Τα Τάγματα Ασφαλείας στη Μακεδονία ανήλθαν σε 6.000 ενόπλους υπό τον συνταγματάρχη Γούλα, που δεν προερχόταν από τις τάξεις του Ελληνικού Στρατού, πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών και αποχώρησαν μαζί τους μετά τη σταδιακή απελευθέρωση του ελληνικού χώρου.
Στην Αθήνα τα Τάγματα Ευζώνων αριθμούσαν 1.500 άνδρες λίγο πριν από την απελευθέρωση του 1944, 1.500 άνδρες στη Στερεά Ελλάδα, 1.200 άνδρες στη Χαλκίδα και 7.500 άνδρες στην Πελοπόννησο, που αποτέλεσε βασικό προπύργιο των Ταγμάτων Ασφαλείας λόγω των ιδιαίτερων τοπικών συνθηκών και του αντιεαμισμού της περιοχής.
Οι περισσότερες πηγές συμφωνούν ότι σε όλα τα Τάγματα το προσωπικό κατανεμόταν ως ακολούθως:
- Τάγμα: 50 αξιωματικοί και 600 άνδρες.
- Λόχος: 10 αξιωματικοί και 140 άνδρες.
- Διμοιρία: 4 αξιωματικοί και 50 άνδρες.
Κάθε Τάγμα είχε τέσσερις λόχους εξοπλισμένους με όλμους (κατά πάσα πιθανότητα δύο ανά λόχο), πολυβόλα, ελαφρά πολυβόλα και τυφέκια, στις περισσότερες περιπτώσεις ιταλικής προέλευσης. Σε κάθε Τάγμα ήταν προσκολλημένος ένας γερμανός αξιωματικός που εκτελούσε καθήκοντα συνδέσμου με τη γερμανική διοίκηση. Ο χαρακτήρας των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Πελοπόννησο υπήρξε από την πρώτη στιγμή αντικομμουνιστικός και φιλοβασιλικός, και στελεχώθηκαν από αξιωματικούς που προέρχονταν κυρίως από αντιστασιακές οργανώσεις τις οποίες είχε διαλύσει το ΕΑΜ και είχαν ήδη πολεμήσει εναντίον του.
Έβλεπαν να πλησιάζει ο «κομμουνιστικός κίνδυνος»
Χαρακτηριστικό της φύσης των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι ότι ανδρώθηκαν την εποχή που δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τη συμμαχική νίκη, καθώς πολλοί Έλληνες έβλεπαν να προσεγγίζει ο κίνδυνος της επικράτησης του ΕΑΜ που είχε διαλύσει όλες τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις, και προτιμούσαν «να συμμαχήσουν και με τον Διάβολον ακόμη διά να τους αποκλείσει την πιθανότητα επικρατήσεως».
Όπως αναφέρουν ορθά οι πανεπιστημιακοί καθηγητές ιστορίας, Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης: «Όπως το ΕΑΜ είχε μια διττή υπόσταση, αντιστασιακή και κομμουνιστική, το ίδιο είχαν και τα Τάγματα Ασφαλείας από τη μεριά τους: δωσίλογη και αντικομμουνιστική». Με άλλα λόγια, η ενίσχυση των Ταγμάτων Ασφαλείας είχε ασφαλώς τις ρίζες της στον Εμφύλιο που είχε ήδη ξεσπάσει στην ύπαιθρο και στις πόλεις λόγω της προσπάθειας του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ να μονοπωλήσει την Εθνική Αντίσταση. Είναι, όμως, επίσης αναμφίβολο ότι οι Γερμανοί ωφελήθηκαν ιδιαίτερα από τον σχηματισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς κατόρθωσαν να εξοικονομήσουν πολύτιμους ανθρώπινους πόρους στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την τάξη στην Ελλάδα.
Εγκλήματα, τρομοκρατία και καταστροφική δράση
Η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας υπήρξε εγκληματική και καταστροφική για τις ελληνικές πόλεις και την ύπαιθρο. Τα Τάγματα της υπαίθρου συνεργάστηκαν με τους γερμανούς κατακτητές και πρωταγωνίστησαν σε λεηλασίες και δηώσεις χωριών, ενώ κατά κανόνα εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες οποιοδήποτε μέλος του ΕΑΜ συλλάμβαναν.
Τα Τάγματα της πρωτεύουσας συνεργάστηκαν στενά με τους Γερμανούς στα πολυθρύλητα μπλόκα των συνοικιών των Αθηνών που ΕΑΜοκρατούνταν, όπως ο Βύρωνας, η Νίκαια, η Νέα Ελβετία και η Καισαριανή, όπου έγιναν αμέτρητες οδομαχίες, δολοφονίες και ομαδικές εκτελέσεις αντιστασιακών και κομμουνιστών. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο του κ. Λασκαρόλη, «τα Τάγματα Ασφαλείας άσκησαν τρομοκρατία στους αριστερούς πληθυσμούς με αγριότητες και δολοφονίες αντίστοιχες με τη δραστηριότητα της δολοφονικής κομμουνιστικής οργάνωσης ΟΠΛΑ, δημιουργώντας εφιαλτική ατμόσφαιρα στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1944, ακόμα και λίγο μετά την απελευθέρωση. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η σκληρότητα και η βαναυσότητα της δράσης δεν έμοιαζε σε τίποτε με την περιορισμένη βία που άσκησαν τα μεσοπολεμικά Δημοκρατικά Τάγματα, η οποία είχε αναμφίβολα κινηθεί εντός του ελαστικού πλαισίου νομιμότητας της εποχής τους. Αντίθετα, τα Τάγματα Ασφαλείας συνεργάστηκαν με τον εχθρό και η εγκληματική δράση τους τόνωσε τα διχαστικά μίση και πάθη της ελληνικής κοινωνίας της Κατοχής».
Η υποκριτική στάση των εξόριστων ελληνικών κυβερνήσεων
Αλλά και οι εξόριστες ελληνικές κυβερνήσεις τήρησαν μια υποκριτική στάση έναντι των Ταγμάτων Ασφαλείας. Τόσο η κυβέρνηση Τσουδερού όσο και η κυβέρνηση Παπανδρέου, παρά τις επίσημες διακηρύξεις τους εναντίον των Ταγμάτων, τα θεωρούσαν ως μια κρυφή εφεδρεία σε περίπτωση που το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δεν συνεργαζόταν και δεν επέτρεπε την επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης στην Αθήνα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να αποφύγει την επίσημη καταδίκη τους, στην οποία υπέκυψε μόνο όταν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εντάχθηκε στην οικουμενική κυβέρνηση και αφού η ηγεσία του ΚΚΕ το ζητούσε συνεχώς και μετ’ επιτάσεως.
Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη των Ταγμάτων Ασφαλείας, ειδικά των Αθηνών, αποτέλεσε μια αντίρροπη δύναμη προς τον ΕΛΑΣ και αναμφίβολα έναν υπολογίσιμο παράγοντα για όλους τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας. Οι Βρετανοί ομοίως, ενώ επίσημα καταδίκαζαν απερίφραστα τα Τάγματα Ασφαλείας ως συνεργάτες του εχθρού, όπως είχαν κάνει και με πολλές άλλες αντίστοιχες μονάδες σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, εντούτοις ανεπισήμως εκπρόσωποί τους ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο είχαν επαφές με τους ηγέτες των Ταγμάτων, προτρέποντας εθνικόφρονες και αντικομμουνιστές να ενταχθούν σε αυτά.
Η σύλληψη Ντερτιλή
Τον Μάιο του 1944 ο Βασίλειος Ντερτιλής (παλαιός διοικητής των Δημοκρατικών Ταγμάτων όπως προαναφέραμε) συνελήφθη από την Υπηρεσία Ασφαλείας των κατοχικών Αρχών ως ύποπτος συνεννόησης με τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τους Βρετανούς, και στάλθηκε στη Βιέννη για ανάκριση.
Πριν από τη σύλληψή του είχε εκφωνήσει ομιλία σε εκατοντάδες αξιωματικούς στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, στην οποία ισχυρίστηκε ότι είχε διαβεβαιώσεις πως, παρά τις ανακοινώσεις εναντίον τους από το Κάιρο, οι Βρετανοί στήριζαν τα Τάγματα Ασφαλείας. Μαζί με τον Υπουργό Εσωτερικών, Αναστάσιο Ταβουλάρη, ο Ντερτιλής οδηγήθηκε στη Γερμανία, όπου φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κατηγορούμενος για συνεργασία με έλληνες αντιστασιακούς, όπως η Λέλα Καραγιάννη, σημειώματα της οποίας βρέθηκαν στο γραφείο του, αλλά και για επαφή με το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Ο Βελουχιώτης εκτελεί συμπαθούντες προς τα Τάγματα Ασφαλείας
Στα μέσα του 1944, καθώς ο γερμανός κατακτητής εκκένωνε σταδιακά την Ελλάδα, μονάδες του ΕΛΑΣ υπό τον Άρη Βελουχιώτη έπειτα από αιματηρές μάχες διέλυσαν όλα τα Τάγματα Ασφαλείας στην Πελοπόννησο, προβαίνοντας σε εκτεταμένες εκτελέσεις πολιτών ως συμπαθούντων τα Τάγματα Ασφαλείας.
Μετά την ομαλή είσοδο της κυβέρνησης Παπανδρέου στην πρωτεύουσα, τα Τάγματα Ασφαλείας των Αθηνών αφοπλίστηκαν και οι στρατιώτες τους τέθηκαν υπό επιτήρηση στο στρατόπεδο στο Γουδή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λεωνίδα Σπαή, κατά τα «Δεκεμβριανά» τμήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας επανεξοπλίστηκαν και πολέμησαν στο πλευρό των Άγγλων και της ταξιαρχίας Ρίμινι κατά των κομμουνιστών.
Παύθηκαν οι διώξεις εναντίον τους
Η τελική ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα (κατά τα Δεκεμβριανά του 1944) επισφράγισε και την ατιμωρησία πολλών μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οι ελληνικές Αρχές απήγγειλαν κατηγορίες εναντίον των αξιωματικών τους, όταν όμως άρχισε ο Εμφύλιος, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος όχι μόνο έπαψε κάθε δίωξη εις βάρος τους, αλλά τους χρησιμοποίησε εκ νέου στις τάξεις του Εθνικού Στρατού. Στο πλαίσιο αυτό αθωώθηκε και ο Ντερτιλής από τις κατηγορίες για συνεργασία με τους Γερμανούς. Τρία χρόνια μετά την αθώωσή του, ο Ντερτιλής θα υποστηρίξει στις εκλογές του 1950 το Εθνικό Κόμμα και τον επιστήθιο φίλο του, Ναπολέοντα Ζέρβα, καθώς τον συνόδευσε στην προεκλογική του περιοδεία στην Αχαΐα.