Το Ηνωμένο Βασίλειο προτίθεται να διαπραγματευθεί με τις Βρυξέλλες μία συμφωνία ελευθέρου εμπορίου «μεταξύ ίσων» και δεν θα αποδεχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να τεθεί εμπόδιο στην ελευθερία του Λονδίνου να θέσει τους δικούς του κανόνες, προειδοποίησε κατά την πρώτη ομιλία του για το Brexit ο βρετανός διαπραγματευτής Ντέιβιντ Φροστ.
«Είναι σημαντικό για μας να έχουμε τη δυνατότητα να θεσπίσουμε τους νόμους που μας βολεύουν, να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα που έχει κάθε άλλη χώρα μη μέλος της ΕΕ στον κόσμο», δήλωσε ο Φροστ κατά την ομιλία του στο Universite Libre de Bruxelles χθες το βράδυ.
«Δεν πρόκειται για μία απλή θέση διαπραγμάτευσης που μπορεί να αλλάξει υπό πίεσιν. Είναι ο ίδιος ο στόχος της διαπραγμάτευσης», επέμεινε ο βρετανός διαπραγματευτής.
Η ομιλία του Ντέιβιντ Φροστ εκφωνήθηκε στην ώρα που τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεξεργάζονται το πλαίσιο της εντολής για τον δικό τους διαπραγματευτή Μισέλ Μπαρνιέ, θέτοντας τους δικούς τους στόχους και τις κόκκινες γραμμές της διαπραγμάτευσης.
Οι Ευρωπαίοι θέλουν το Ηνωμένο Βασίλειο να δεσμευθεί, στο πλαίσιο της μελλοντικής σχέσης, ότι θα τηρήσει τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή να προσαρμοσθεί «σταδιακά» σε πολλούς τομείς (περιβάλλον, ανταγωνισμός, φορολογία, εργατικό δίκαιο…) ώστε να αποφευχθούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, με αντάλλαγμα μία προνομιακή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούν ότι οι εγγυήσεις αυτές είναι αναγκαίες δεδομένης της γεωγραφικής και της οικονομικής εγγύτητας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήθελε επίσης το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξακολουθήσει να έχει τον τελευταίο λόγο στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, σε περίπτωση διαφορών μεταξύ των Βρυξελλών και του Λονδίνου.
«Το να σκέφτεται κανείς ότι θα μπορούσαμε να δεχθούμε μία εποπτεία της ΕΕ σε θέματα ισοτιμίας όρων ανταγωνισμού (level playing field) είναι σαν να μην αντιλαμβάνεται τον στόχο αυτού που εμείς κάνουμε», σχολίασε ο Ντέιβιντ Φροστ.
Καναδικό μοντέλο
«Πώς θα αντιδρούσατε εάν το Ηνωμένο Βασίλειο απαιτούσε, για να προστατευθεί, η Ευρωπαϊκή Ένωση να εναρμονισθεί κατά δυναμικό τρόπο με τους εθνικούς μας νόμους που αποφασίσθηκαν από το Γουέστμίνστερ και τις αποφάσεις των δικών μας ρυθμιστικών αρχών και δικαστηρίων;», αναρωτήθηκε εκκινώντας προφανώς από την υπόθεση ότι μία κοινότητα 27 χωρών είναι ισότιμη με μία μεμονωμένη χώρα.
Ο Φροστ θεωρεί ότι είναι «απολύτως εφικτό να υπάρχουν απαιτητικοί κανόνες και ακόμη αντίστοιχοι ή και καλύτεροι κανόνες από εκείνους που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Θεωρεί ότι «ο μόνος τρόπος να υπάρξει πρόοδος είναι να βασιστούμε σε αυτήν την προσέγγιση μίας σχέσης ίσου προς ίσον».
Υπενθυμίζοντας την θέση του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, τόνισε ότι το Λονδίνο ελπίζει στην κατάληξη σε συμφωνία ελευθέρου εμπορίου παρόμοια με τις συμφωνίες που διαπραγματεύθηκε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Ενωση με τον Καναδά ή την Ιαπωνία, δηλαδή λιγότερο φιλόδοξη από το πλαίσιο που προτείνεται από τους Ευρωπαίους και όπου τα αντισταθμιστικά οφέλη είναι λιγότερο υψηλά.
«Εν συντομία, αυτό που θέλουμε είναι αυτό που απολαμβάνουν οι υπόλοιπες ανεξάρτητες χώρες», είπε.
«Εάν δεν μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία ελευθέρου εμπορίου καναδικού τύπου, είμαστε έτοιμοι να έχουμε εμπορικές συναλλαγές αντίστοιχες με αυτές που έχει η Αυστραλία. Κατανοούμε τις υποχωρήσεις που αυτό σημαίνει».
Ελλείψει εμπορικής συμφωνίας με την Αυστραλία, η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί στις συναλλαγές μαζί της τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Ο Ντέιβιντ Φροστ ανήγγειλε ότι την επόμενη εβδομάδα θα δοθεί στην δημοσιότητα έγγραφο που θα περιγράφει κατά λεπτομερή τρόπο πώς το Λονδίνο φαντάζεται μία μελλοντική συμφωνία και υπενθύμισε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα ζητήσει παράταση της μεταβατικής περιόδου πέραν της 31ης Δεκεμβρίου.
«Αυτήν την στιγμή, αποκαθιστούμε πλήρη πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία. Γιατί θα θέλαμε να την διακυβεύσουμε;», είπε.
Τα κράτη μέλη ελπίζουν από την πλευρά τους να ολοκληρώσουν την εντολή διαπραγμάτευσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με στόχο την έγκρισή της στις 25 Φεβρουαρίου κατά την διάρκεια υπουργικής συνεδρίασης.
Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο θα ξεκινήσουν στις αρχές του Μαρτίου.