Οι Ευρωπαίοι θα συζητήσουν σήμερα στο Βουκουρέστι το θέμα της έναρξης διαπραγματεύσεων για μία περιορισμένη στα βιομηχανικά προϊόντα εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, για να αποφύγουν τους επώδυνους δασμούς που ο Ντόναλντ Τραμπ απειλεί και πάλι να επιβάλει στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα.
Το Παρίσι, επιφυλακτικό, και το Βερολίνο, που θέλει να επιταχύνει, διαφωνούν, σύμφωνα με ευρωπαϊκές πηγές.
Οι Γερμανοί, που ελπίζουν ότι από αυτήν τη συνεδρίαση θα προκύψει ένα ισχυρό μήνυμα των υπουργών Εμπορίου, θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν την επιβολή δασμών που θα ήταν καταστροφικοί για έναν ζωτικής σημασίας τομέα της οικονομίας τους.
Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είχε χαρακτηρίσει το Σάββατο «τρομακτικό» ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν απειλή τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα.
Όμως οι Γάλλοι φοβούνται την επανεμφάνιση του τόσο «ευαίσθητου» θέματος που αποτελεί μία συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με τις ΗΠΑ, εν μέσω της κρίσης των κίτρινων γιλέκων και τρεις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
«Η Γαλλία συνεχίζει να συνεργάζεται στενά με τη Γερμανία», διαβεβαίωσε ο Γάλλος υφυπουργός Εξωτερικών αρμόδιος για θέματα Εμπορίου Ζαν-Μπατίστ Λεμουάν, χαρακτηρίζοντας «μεγάλης σημασίας την προστασία της ευρωπαϊκής ενότητας».
Εκτός του Παρισιού, η Ισπανία, που θεωρεί ότι οι ελιές της φορολογούνται από τις ΗΠΑ κατά άδικο τρόπο, καθώς και το Βέλγιο, διχασμένο για τη συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Καναδά, την CETA, είναι επίσης πιθανόν να επιλέξουν να καθυστερήσουν τις συνομιλίες, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η ιδέα μίας συμφωνίας ΕΕ/ΗΠΑ, που θα αφορούσε μόνο τα βιομηχανικά προϊόντα, εμφανίσθηκε μετά την επίσκεψη του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον περασμένο Ιούλιο στην Ουάσινγκτον, την στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ απειλούσε με την επιβολή δασμών επί των ευρωπαϊκών αυτοκινήτων.
Κατά γενική έκπληξη, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν σε εμπορική ανακωχή και δεσμεύθηκαν να εργασθούν επί του θέματος.
Οι συνομιλίες έχουν λίγο προοδεύσει έκτοτε ανάμεσα στους Αμερικανούς, που είναι επικεντρωμένοι στο άλλο εμπορικό μέτωπο με την Κίνα, και τους Ευρωπαίους, που μάλλον είναι ικανοποιημένοι από την εύθραυστη ισορροπία με την Ουάσινγκτον.
Αντίμετρα
Όμως, ο Ντόναλντ Τραμπ επανέφερε την πίεση την Τετάρτη επαναλαμβάνοντας την απειλή του για επιβολή δασμών επί των ευρωπαϊκών αυτοκινήτων, λίγες ημέρες αφού έλαβε από το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ έκθεση για την αυτοκινητοβιομηχανία, το περιεχόμενο της οποίας παραμένει απόρρητο.
«Προσπαθούμε να επιτύχουμε συμφωνία. Οι Ευρωπαίοι είναι αμετακίνητοι στη διαπραγμάτευση… Εάν δεν καταλήξουμε σε συμφωνία, θα επιβάλουμε δασμούς», προειδοποίησε ο Τραμπ, που έχει μπροστά του τρεις μήνες για να θέσει σε εφαρμογή την απειλή του.
Με τις δηλώσεις του ο Ντόναλντ Τραμπ φέρνει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε αντιστοίχως δύσκολη θέση με αυτήν στην οποία βρισκόταν όταν δήλωσε ότι δεν μπορεί να διαπραγματευθεί με το πιστόλι στον κρόταφο.
Η Ευρωπαία επίτροπος Εμπορίου Σεσίλια Μάλστρομ προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα δηλώνοντας χθες ότι μία τέτοια συμφωνία είναι «εφικτή».
«Θα μπορούσαμε να επιταχύνουμε, αν τα κράτη μέλη συμφωνούσαν επ΄ αυτού… έχουμε ανάγκη να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη με τους Αμερικανούς», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, μία τέτοια συμφωνία θα είχε ως αποτέλεσμα μέχρι το 2033 την αύξηση των ανταλλαγών κατά 53 δισεκατομμύρια ευρώ, που ισοδυναμεί με μία σταγόνα νερό στις εμπορικές ανταλλαγές ΕΕ-ΗΠΑ.
Εάν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέχισε να προωθεί τον διάλογο, προειδοποίησε ότι θα απαντήσει άμεσα σε τυχόν επιβολή τιμωρητικών δασμών από την Ουάσινγκτον.
Μία λίστα αμερικανικών προϊόντων επί των οποίων θα μπορούσαν να επιβληθούν δασμοί σε αντίποινα, ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, είναι έτοιμη.
Οι Ευρωπαίοι υπουργοί θα υπενθυμίσουν επίσης από το Βουκουρέστι ότι αντίθετα με τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ, η γεωργία δεν αποτελεί μέρος των συνομιλιών.
Θα μπορούσαν επίσης να ζητήσουν τον τερματισμό των τιμωρητικών αμερικανικών δασμών επί του χάλυβα και του αλουμινίου, που έχουν επιβληθεί εδώ και μήνες.
Σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας συμβούλων EY, οι δασμοί ύψους 25% επί των αυτοκινήτων θα κόστιζε, για πάραδειγμα, 5 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο στις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες.