Συμφωνία επί των προτάσεων Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επάρκεια των κατώτατων μισθών και τη μισθολογική διαφάνεια, δηλαδή την διασφάλιση ότι γυναίκες και άνδρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση λαμβάνουν ίση αμοιβή για όμοια εργασία, επετεύχθη στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ που πραγματοποιήθηκε σήμερα στις Βρυξέλες, με τη συμμετοχή του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστή Χατζηδάκη.
Πρόκειται για δύο εμβληματικές πρωτοβουλίες της ΕΕ, τις οποίες η Ελλάδα χαιρέτισε και υποστήριξε από την πρώτη στιγμή, αναγνωρίζοντας απόλυτα το ρόλο που μπορούν να διαδραματίζουν στην προστασία των ευάλωτων εργαζομένων αλλά και την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας ανδρών – γυναικών, σύμφωνα με το Υπουργείο Εργασίας.
Οι προτάσεις της Κομισιόν
Σε σχετική ανακοίνωση αναφέρονται, αναλυτικά, τα εξής: «Η πρόταση Οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς προβλέπει μια σειρά διαδικασιών προκειμένου οι κατώτατοι μισθοί που καθορίζονται, είτε με συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε βάσει νόμου (όπως ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας), να εξασφαλίζουν αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για τους εργαζόμενους.
Η χώρα μας εφαρμόζει ήδη τα βασικά σημεία της Οδηγίας, όπως η ύπαρξη σαφών και σταθερών κριτηρίων για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, οι τακτικές και έγκαιρες επικαιροποιήσεις του ύψους του και η ενεργός συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών.
Διευκρινίζεται ότι η πρόταση Οδηγίας δεν προβλέπει τον καθορισμό ενιαίου επιπέδου κατώτατου μισθού στις χώρες της ΕΕ.
Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων η Ελλάδα επεδίωξε και πέτυχε να αναγνωριστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της ναυτικής εργασίας και να εισαχθούν στο κείμενο δικλείδες ασφαλείας ώστε να προστατευτεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής και ευρωπαϊκής ναυτιλίας.
Σε ό,τι αφορά την διασφάλιση ίσης αμοιβής για όμοια εργασία η πρόταση Οδηγίας περιλαμβάνει μέτρα για τη διασφάλιση της μισθολογικής διαφάνειας για τους εργαζομένους και τους εργοδότες, καθώς και για την καλύτερη πρόσβαση θυμάτων μισθολογικών διακρίσεων στη δικαιοσύνη. Μεταξύ άλλων, προβλέπεται υποχρέωση παροχής πληροφοριών από τους εργοδότες σχετικά με τα επίπεδα αμοιβών και επιβολή κυρώσεων σε όσους παραβιάζουν συστηματικά την ισότητα των αμοιβών.
Επίσης οι εργαζόμενοι που έχουν υποστεί μισθολογικές διακρίσεις λόγω φύλου δικαιούνται αποζημίωση και αναδρομικές αποδοχές ενώ προβλέπεται και αντιστροφή του βάρους της απόδειξης, δηλαδή ο εργοδότης και όχι ο εργαζόμενος θα έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν έχει υπάρξει παραβίαση της αρχής της ίσης αμοιβής για ίση εργασία».
Λοιπή ατζέντα του Συμβουλίου
Εξάλλου, στην ατζέντα του Συμβουλίου περιλαμβάνονταν, επίσης, «συζήτηση για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και την ισότητα των φύλων, ενώ στο πλαίσιο του γεύματος εργασίας συζητήθηκε το μέλλον της κοινωνικής προστασίας και του κοινωνικού κράτους στην ΕΕ, ενόψει των μεγάλων προκλήσεων του 21ου αιώνα, όπως η ψηφιακή μετάβαση, η κλιματική αλλαγή και οι ριζικές αλλαγές στις μορφές εργασίας.
Επισημαίνεται ότι για το συγκεκριμένο θέμα έχει συσταθεί επιτροπή εμπειρογνωμόνων με Πρόεδρο την πρώην Επίτροπο Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων Άννα Διαμαντοπούλου.
«Θα εκκινήσει και πάλι η διαδικασία διαβούλευσης για τον κατώτατο μισθό»
Σε δηλώσεις του ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Κωστής Χατζηδάκης, επεσήμανε πως «η κυβέρνηση υποστηρίζει και εφαρμόζει ήδη στην πράξη την διασφάλιση επαρκούς κατώτατου μισθού για όλους τους εργαζόμενους».
«Ήδη το 2021» και «παρά την ύφεση λόγω πανδημίας που προηγήθηκε, αλλά και την αντίθεση του συνόλου των εργοδοτικών φορέων, περιλαμβανομένων των μικρομεσαίων» η κυβέρνηση «αποφάσισε συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%», υπενθύμισε.
Πρόσθεσε, δε, πως «στις αρχές του 2022 θα εκκινήσει και πάλι η διαδικασία διαβούλευσης που προβλέπεται θεσμικά, προκειμένου ως το τέλος του πρώτου εξαμήνου να θεσπιστεί ο νέος κατώτατος μισθός. Στόχος μας είναι να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι θα λάβουν μέρισμα από την ανάπτυξη της οικονομίας».
Τέλος, ο κ. Χατζηδάκης είπε πως «η υποστήριξη στην αρχή για ίση αμοιβή για όμοια εργασία» είναι «αυτονόητη» και υπογράμμισε πως «και οι δύο προτάσεις Οδηγιών ενισχύουν τη διασφάλιση δίκαιων αμοιβών, την πολιτική καταπολέμησης της φτώχειας και την εξασφάλιση ικανοποιητικού βιοτικού επιπέδου για τους εργαζόμενους».