Πρόβλεψη ότι θα συρρικνωθεί το ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020 και θα ανακάμψει το 2021 κατά 5,1% διατυπώνει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση οι περισσότεροι από τους συμβατικούς οικονομικούς δείκτες που εμφανίζουν υψηλή συσχέτιση με το ΑΕΠ ή τα επιμέρους συστατικά του (λ.χ. βιομηχανική παραγωγή, λιανικές πωλήσεις, δημοσιονομικά στοιχεία, στοιχεία εισαγωγών-εξαγωγών) δημοσιεύονται με σημαντική χρονική υστέρηση, καθιστώντας επιτακτική την αξιοποίηση συμπληρωματικής πληροφόρησης, που είναι διαθέσιμη πιο έγκαιρα και με μεγαλύτερη συχνότητα, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η πρόκληση έγκειται στην επιτυχή επιλογή εκείνων των δεικτών πρόβλεψης της πορείας του ΑΕΠ που συνδυάζουν τόσο την έγκαιρη επικαιροποίηση όσο και τον υψηλό βαθμό συσχέτισης με την οικονομική δραστηριότητα.
Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλίζεται η δυναμική προσαρμογή του μείγματος των επιλεγμένων δεικτών στα εποχικά χαρακτηριστικά της δραστηριότητας, καθώς και σε εξωγενείς έκτακτες επιδράσεις, ώστε να διασφαλίζεται η συνέπεια των εκτιμήσεων διαχρονικά. Είναι αξιοσημείωτο, όπως τονίζεται στην ανάλυση, ότι ένας μικρός μόνο αριθμός δεικτών αντέδρασε άμεσα και σε βαθμό που αντιστοιχούσε στο μέγεθος της διαταραχής.
Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: α) οι δείκτες κινητικότητας β) τα στοιχεία χρηματοοικονομικών συναλλαγών, τα οποία είναι διαθέσιμα, τουλάχιστον, σε εβδομαδιαία συχνότητα, με πολύ μικρή χρονική υστέρηση (μία έως δύο εβδομάδες από την περίοδο αναφοράς τους) και γ) τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ (που δημοσιεύονται μηνιαία αλλά καταρτίζονται σε ημερήσια συχνότητα).
Οι εν λόγω δείκτες ενσωμάτωσαν έγκαιρα την καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2ο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, η οποία στάθηκε αρκετή να ωθήσει σε ύφεση την οικονομία στο σύνολο του 1ου τριμήνου, παρά την ισχυρή εκκίνηση που είχε πραγματοποιήσει τους δύο πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους.
Οι συγκεκριμένοι δείκτες, αναφέρεται στην ανάλυση, παρείχαν μια αρκετά αξιόπιστη πρώτη ένδειξη, όχι μόνο του χρονισμού αλλά και της έντασης της κάμψης της δραστηριότητας στα τέλη Μαρτίου, ενώ σημείωσαν και σημαντική περαιτέρω επιδείνωση τον Απρίλιο, που αποτελεί το μήνα της πλήρους εφαρμογής των μέτρων περιορισμού.
H ένταση της επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών τον Απρίλιο έγινε ακόμη πιο ευκρινής μετά τη δημοσίευση και άλλων δεικτών, οι οποίοι έγιναν διαθέσιμοι μεταγενέστερα για το συγκεκριμένο μήνα.
Οι ανωτέρω ενδείξεις ήταν συμβατές με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ την προηγούμενη εβδομάδα, τα οποία αφορούν στην εξέλιξη του κύκλου εργασιών για το σύνολο του επιχειρηματικού τομέα και θα αποτελέσουν άμεση εισροή στην κατάρτιση του ΑΕΠ.
Συγκεκριμένα, σημειώθηκε μείωση του δείκτη κύκλου εργασιών τόσο το 1ο τρίμηνο για το σύνολο των επιχειρήσεων (-2,9% ετησίως), όσο και τον Απρίλιο του 2020 για τις επιχειρήσεις που τηρούν διπλογραφικά βιβλία (-32,2% ετησίως).
Τα εν λόγω στοιχεία πτώσης του κύκλου εργασιών πρέπει να προσαρμοστούν, μεταξύ άλλων, για τη συρρίκνωση της ενδιάμεσης κατανάλωσης (συμπεριλαμβανομένων και των εισαγωγών), ώστε να προκύψει τελικά η λογιστική απεικόνιση του ΑΕΠ. Δεδομένης της μείωσης των εν λόγω εισροών, ο ρυθμός συρρίκνωσης του μηνιαίου ΑΕΠ τον Απρίλιο αναμένεται να είναι σημαντικά πιο ήπιος από τον αντίστοιχο του κύκλου εργασιών.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας, οι ίδιοι δείκτες που διέγνωσαν έγκαιρα τη βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται σε σταθερή τροχιά βελτίωσης από τα μέσα Μαΐου και ειδικά τον Ιούνιο. Συγκεκριμένα, οι επιμέρους δείκτες κινητικότητας αλλά και τα στοιχεία των χρηματοοικονομικών συναλλαγών έχουν επιστρέψει σε επίπεδα αντίστοιχα με το 1ο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, πριν, δηλαδή, την επιβολή των περιορισμών.
Ωστόσο, σε συνδυασμό με την ταχύτητα της ανάκαμψης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τόσο η επίδραση της αβεβαιότητας – όπως αποτυπώνεται από έναν αριθμό δεικτών που καταρτίζονται μέσω διεξαγωγής ερευνών – όσο και η αύξηση της εποχικής επίδρασης των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με υπηρεσίες (παροχή καταλύματος, εστίαση), για τις οποίες δεν υπάρχουν, ακόμη, επαρκή δεδομένα για τον Ιούνιο του 2020.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ καταρτίζει και επικαιροποιεί προβλέψεις του ΑΕΠ, σε συστηματική βάση, με δύο εναλλακτικές μεθοδολογίες, προκειμένου να αξιοποιήσει τη διαθέσιμη πληροφόρηση στο μέγιστο δυνατό βαθμό, συνδυάζοντας δείκτες υψηλής συχνότητας με τους παραδοσιακούς δείκτες συγκυρίας.
Σύμφωνα με την πρώτη μέθοδο που οδηγεί στην κατάρτιση μηνιαίου δείκτη, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε στο -21,0% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, με το ρυθμό μείωσης, στη συνέχεια, να επιβραδύνεται στο – 10,0% ετησίως το Μάιο και περαιτέρω στο -4,7% ετησίως τις δύο πρώτες εβδομάδες του Ιουνίου – με περιορισμένη, εντούτοις, ενσωμάτωση των δεικτών που σχετίζονται με τουριστικές υπηρεσίες.
H συγκεκριμένη τάση μεταφράζεται σε μέση συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά περίπου 12,0% το 2ο τρίμηνο.
Παρόμοια εκτίμηση για μέση ύφεση περίπου 15,0% ετησίως το 2ο τρίμηνο του 2020 προκύπτει και από τη δεύτερη μεθοδολογία, ο δείκτης της οποίας βασίζεται σε παλινδρόμηση με μεταβλητές μεικτής συχνότητας (MIDAS), καθώς ενσωματώνει σταδιακά τις νέες πληροφορίες που δημοσιοποιούνται και παρέχει πρόβλεψη του ΑΕΠ τριμήνου.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, και σε αυτή την περίπτωση, η εκτίμηση για την ετήσια συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο γίνεται σταδιακά ηπιότερη, καθώς λαμβάνει υπόψη τη νέα πληροφόρηση για τα στοιχεία Μαΐου και Ιουνίου του 2020.
Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω ευρήματα με προβλέψεις που προκύπτουν από άλλα εμπειρικά υποδείγματα της Τράπεζας, τόσο σε ορίζοντα έτους όσο και μεσοπρόθεσμα – τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και δημοσιονομικές επιδράσεις – ο μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ προβλέπεται να διαμορφωθεί στο -7,0% ετησίως το 2ο εξάμηνο του 2020, ανακάμπτοντας, ωστόσο, σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση κατά 7,1% την ίδια περίοδο.