Το 2019 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η χρονιά των ελληνικών ομολόγων. Οι θεσμικοί επενδυτές επέστρεψαν μαζικά στη δευτερογενή αγορά αναδεικνύοντας τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου «πρωταθλητές της αγοράς», καθώς οι τιμές τους μέσα σε ένα χρόνο αυξήθηκαν κατά μέσο ορό 25%.
Ο τζίρος τη χρονιά που μας πέρασε, αυξήθηκε κατά 70% ξεπερνώντας τα 8,5 δισ. ευρώ, παρόλο που τα κρατικά ομόλογα παραμένουν αποκλεισμένα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι αποδόσεις σε όλες τις χρονικές διάρκειες υποχώρησαν με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο να περιοριστεί κατά περίπου 3%. Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν ευνοϊκές προϋποθέσεις προκειμένου ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) να προσφύγει το 2020 στις αγορές για να δανειστεί από 4 ως 8 δισ. ευρώ.
Ήδη εντός του 2019 και παρά τον περιορισμό που έχει επιβληθεί στις ελληνικές τράπεζες για το ανώτατο όριο που μπορούν να επενδύουν σε εγχώρια κρατικά ομόλογα, το Ελληνικό Δημόσιο άντλησε από τις αγορές 9 δισ. ευρώ, ολοκληρώνοντας επιτυχώς τέσσερις εκδόσεις ομολόγων (δύο φορές 10ετή, και από μία φορά 7ετές και 5ετές). Η ισχυρή ζήτηση για τα ομόλογα αυτά η οποία είχε ως αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο να δεχθεί προσφορές 49 δισ. ευρώ, συνέβαλε στην άνοδο των τιμών με ταυτόχρονη υποχώρηση των αποδόσεων.
Έτσι στο κλείσιμο της χρονιάς η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει υποχωρήσει στο 1,40% από 4,20% που κυμαίνονταν στις αρχές του έτους. Αντιστοίχως, η απόδοση του 5ετούς μειώθηκε στο 0,5% από 3,12% και του 7ετούς στο 0,97% από 3,86%.
Η μείωση των αποδόσεων, η οποία βελτιώνει σημαντικά τη βιωσιμότητα του Δημόσιου Χρέους, επέφερε ταυτόχρονα κέρδη στους επενδυτές, οι οποίοι τοποθέτησαν το 2019 στη δευτερογενή αγορά περισσότερα από 8,5 δισ. ευρώ. Ενδεικτικά η τιμή του 10ετούς ομολόγου στο τέλος της χρονιάς είχε ξεπεράσει τις 121 μονάδες βάσης (μ.β) από τις 96,5 μ.β που ήταν στις αρχές του 2019. Συνακόλουθα, η απόδοση για μία τέτοια επένδυση άγγιξε το 25%. Αντίστοιχα υψηλές αποδόσεις πέτυχαν τα 5ετή ομόλογα, των οποίων η τιμή αυξήθηκε στις 112,4 μ.β από 101,42 μ.β καταγράφοντας αύξηση 10,8%. Οι επιδόσεις αυτές οι οποίες δύσκολα μπορούν να συγκριθούν με εκείνες των ομολόγων του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης, ήταν αναμενόμενο να λειτουργήσουν ως “μαγνήτης” για τους επενδυτές. Τα ελληνικά ομόλογα κατάφεραν να επανέλθουν στο επενδυτικό προσκήνιο μετά από μία μακρά περίοδο απαξίωσης. Είναι ενδεικτικό ότι ο τζίρος στη δευτερογενή αγορά που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος (ΗΔΑΤ) το 2016 είχε υποχωρήσει στα 519 εκατ. ευρώ, το 2017 ήταν μόλις 555 εκατ. ευρώ, ενώ άρχισε ν΄ ανακάμπτει από το 2018 όταν έφθασε τα 5 δισ. ευρώ.
Το 2020 το Ελληνικό Δημόσιο διαθέτοντας «στη φαρέτρα» του εκτός από τις εξαιρετικές επιδόσεις των ομολόγων του, και ένα αποθεματικό περίπου 32 δισ. ευρώ – τα οποία αντιστοιχούν στις λήξεις των ομολόγων για τα επόμενα τέσσερα χρόνια – προετοιμάζεται για νέες εκδόσεις ομολόγων. Παράλληλα προετοιμάζεται να προχωρήσει σε τρεις κινήσεις οι οποίες θα βελτιώσουν περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους. Η πρώτη αφορά στην εξόφληση εντόκων γραμματίων ύψους περίπου 4,4 δισ. ευρώ από το απόθεμα των 12,6 δισ. ευρώ που κυκλοφορεί στην αγορά. Η δεύτερη αφορά στην πρόωρη εξόφληση ομολόγων που προήλθαν από το πρόγραμμα ανταλλαγής (Psi) ύψους 4 δισ. ευρώ και η τρίτη εξόφληση περίπου 2 δισ. ευρώ από το συνολικό χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.