Στην πραγματικότητα των «κορακιών», γνωστών ως distress funds, εισέρχεται η χώρα με το πολυνομοσχέδιο το οποίο κατατέθηκε αργά το βράδυ του Σαββάτου στη Βουλή. Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει τα 13 προαπαιτούμενα τα οποία συμφωνήθηκαν μεταξύ της κυβέρνησης και του κουαρτέτου των δανειστών το βράδυ της Παρασκευής, μεταξύ των οποίων και η πώληση κόκκινων επιχειρηματικών δανείων σε ειδικές εισπρακτικές εταιρείες.
Το νομοσχέδιο προβλέπει την σύσταση εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων και εταιριών μεταβίβασης απαιτήσεων, οι οποίες θα παίρνουν τα δάνεια από την εκάστοτε τράπεζα και θα εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία με τους πιστωτές για τα κόκκινα δάνεια αφορά μόνο τα επιχειρηματικά δάνεια που δεν εξυπηρετούνται καθώς το οικονομικό επιτελείο πέτυχε να εξαιρεθούν τα στεγαστικά και τα δάνεια ΜμΕ – όπως αυτές ορίζονται από την νομοθεσία της ΕΕ –
με προσωπικές εγγυήσεις και υποθήκη σε πρώτη κατοικία, με τις δύο τελευταίες κατηγορίες να επανεξετάζονται από το Φεβρουάριο. Συγκεκριμένα, στις ίδιες ανώνυμες εταιρίες θα μπορούν να πωλούνται επίσης δάνεια που παρουσιάζουν καθυστέρηση 90 ημερών και ενώ έχει προηγηθεί ( για δώδεκα μήνες) η ειδοποίηση του οφειλέτη να ρυθμίσει την οφειλή του. Η δυνατότητα αυτή αφορά, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, τα επιχειρηματικά δάνεια (για εταιρείες που έχουν τζίρο άνω των 50 εκατ. ευρώ), ενώ εξαιρούνται τα στεγαστικά δάνεια πρώτης κατοικίας, τα καταναλωτικά δάνεια καθώς και οι πιστώσεις προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Για τις κατηγορίες αυτές των δανείων που εξαιρούνται, θα υπάρξει νέο πλαίσιο το οποίο θα αποφασισθεί ως τις 15 Φεβρουαρίου 2016.
Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου, προβλέπεται ρητά η απαγόρευση της χειροτέρευσης της θέσης του οφειλέτη και του εγγυητή, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, ως συνέπεια της πώλησης ή της μεταβίβασης του «κόκκινου» δανείου, ενώ υπογραμμίζεται ότι μέχρι τις 15 Φεβρουάριου 2016 εξαιρούνται από τις διατάξεις του σχεδίου «όλες οι απαιτήσεις από καταναλωτικές δανειακές συμβάσεις, δανειακές συμβάσεις με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας, δάνεια και πιστώσεις χορηγούμενες σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως αυτές ορίζονται από τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 (Επίσημη Εφημερίδα L 124 της 20.05.2003), καθώς και από δάνεια με εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου. Με αυτόν τον τρόπο περιορίζεται προσωρινά η εφαρμογή στις υπόλοιπες απαιτήσεις (πρακτικά: δάνεια σε μεγάλες επιχειρήσεις και μη καταναλωτικά δάνεια χωρίς υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας)».
Η διάταξη αποσκοπεί στο να δοθεί χρόνος, ώστε να διαπιστωθούν τυχόν προβλήματα που θα μπορούσαν να προκύψουν στην πράξη και να διορθωθούν με τον κατάλληλο νομοθετικό καθορισμό του εφαρμοστικού πλαισίου πριν από την εφαρμογή της προτεινόμενης ρύθμισης στις ανωτέρω κατηγορίες δανείων.
Σημειώνεται ότι οι εταιρείες που εξαγοράζουν τα «κόκκινα» δάνεια θα μπορούν να χορηγούν νέα δάνεια, μετά από άδεια της Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να αναχρηματοδοτηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, καθίσταται δυνατή η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όπως αναφέρεται, «η δημιουργία μίας τέτοιας αγοράς, θα είναι ωφέλιμη τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τους οφειλέτες. Το πιστωτικό ίδρυμα θα μπορεί να ενισχύσει άμεσα τη ρευστότητά του εισπράττοντας άμεσα ένα τμήμα της αμοιβής του, το οποίο είναι αμφίβολο αν θα το εισέπραττε με αναγκαστική εκτέλεση και σε κάθε περίπτωση θα το εισέπραττε πολύ αργότερα. Από την άλλη πλευρά, ο δανειολήπτης θα μπορεί διαπραγματευτεί ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ’ ό,τι θα μπορούσε να λάβει από το πιστωτικό ίδρυμα, διότι ο εκδοχέας θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μία πρόταση ρύθμισης, που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα είναι κερδοφόρα για τον εκδοχέα. Παράλληλα, θεσπίζεται καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιρειών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα χειροτερεύσει η νομική ή πραγματική θέση του οφειλέτη μόνο και μόνο λόγω της μεταβίβασης της οφειλής του ή της ανάθεσής της προς διαχείριση».
Η διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μπορεί να ανατίθεται στις εταιρείες για διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών. Ωστόσο, προβλέπεται ρητά ότι 12 μήνες πριν από την προσφορά προς πώληση των απαιτήσεων, πρέπει να έχει προταθεί στο δανειολήπτη- και τον εγγυητή – με εξώδικη πρόσκληση η ρύθμιση του δανείου του, ώστε αυτό να καταστεί εξυπηρετούμενο. Η ρύθμιση αποσκοπεί στο να αποτρέψει τον αιφνιδιασμό των οφειλετών, στους οποίους δίνεται η ευκαιρία να ρυθμίσουν την οφειλή τους που έχει εκχωρηθεί σε τρίτους. Στην ίδια αποτροπή του αιφνιδιασμού αποσκοπεί η απαίτηση μεσολάβησης ενός μέγιστου χρονικού διαστήματος 12 μηνών ανάμεσα στην πρόσκληση και την εκχώρηση, ώστε να μην απέχουν τα δύο γεγονότα ιδιαίτερα μεγάλο διάστημα. Προβλέπεται, επίσης, μη απαίτηση της προηγούμενης πρόσκλησης στις περιπτώσεις των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων ή των απαιτήσεων κατά των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών, καθώς στη μεν περίπτωση των επίδικων ή επιδικασθεισών απαιτήσεων δεν μπορεί να γίνει λόγος για αιφνιδιασμό, στη δε περίπτωση των μη συνεργάσιμων δανειοληπτών δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε η αποστολή πρόσκλησης.
Στο πλαίσιο της ενημέρωσης του δανειολήπτη, ορίζεται ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης μπορούν να προσλαμβάνουν Εταιρείες Ενημέρωσης Οφειλετών για Ληξιπρόθεσμες Οφειλές.
Σημειώνεται ακόμη ότι στο μέτρο που η άρση απορρήτου είναι αναγκαία για τις ανάγκες της διαχείρισης προβλέπεται η ρύθμιση αυτή ως απαραίτητη καθώς, όπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, «η προβολή τραπεζικού απορρήτου θα μπορούσε να οδηγήσει σε αδυναμία της εταιρείας να διεκπεραιώσει τη διαχείριση. Ταυτόχρονα όμως τίθενται όρια στην άρση τόσο του τραπεζικού απορρήτου όσο και στην ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη στην εταιρεία διαχείρισης, καθώς αυτά επιτρέπονται μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς της διαχείρισης».
Το είδος των εταιρειών
Η διαχείριση και μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα πραγματοποιείται μόνο από ανώνυμες εταιρείες που εδρεύουν στην Ελλάδα ή σε κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, στους σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνεται η άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων.
Το ύψος του ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου το οποίο οφείλει να διατηρεί η εταιρεία η οποία εξαγοράζει δανειακές συμβάσεις / πιστώσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, είναι 100.000 ευρώ.
Οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά χορήγησης της σχετικής άδειας για την άσκηση των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο της διαχείρισης και μεταβίβασης απαιτήσεων, θα εξειδικευτούν από την Τράπεζα της Ελλάδος καθώς αυτή θα χορηγεί την άδεια. Για τη λήψη της σχετικής άδειας, είναι απαραίτητη η πιστοποίηση της ταυτότητας των άμεσων ή/και έμμεσων μετόχων, της ταυτότητας των προσώπων τα οποία έχουν ειδικές συμμετοχές και της ταυτότητας μετόχων με συμμετοχή 10% ή περισσότερη έκαστου, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια των εν λόγω εταιρειών και να περιορίζεται ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Συμπεριλαμβάνεται ακόμα η πιστοποίηση της ταυτότητας των συμβούλων της εταιρείας.
Με σκοπό τη διασφάλιση της μέγιστης προστασίας των δικαιωμάτων των δανειοληπτών, για τη χορήγηση της άδειας κατατίθεται στην ΤτΕ εμπεριστατωμένη έκθεση στην οποία καταγράφονται διεξοδικά οι βασικές αρχές και μέθοδοι που θα εφαρμόζονται κατά τη διαχείριση των απαιτήσεων. Ειδική μνεία πρέπει να προβλέπεται για δανειολήπτες που εντάσσονται σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες σύμφωνα και με τις ρυθμίσεις του Κώδικα Δεοντολογίας και τους δανειολήπτες οι οποίοι έχουν υπαχθεί στο ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη).
Για λόγους δημοσιότητας και διαφάνειας, η ΤτΕ διατηρεί στην επίσημη ιστοσελίδα της πλήρως ενημερωμένο κατάλογο με όλες τις αδειοδοτημένες εταιρείες.
Αναστολή της χορηγηθείσας άδειας αποφασίζει η ΤτΕ σε περίπτωση παράβασης είτε του τιθέμενου ρυθμιστικού πλαισίου, των Πράξεων της ΤτΕ ή των όρων της σύμβασης μεταβίβασης ή διαχείρισης δανειακών απαιτήσεων. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εταιρείας, η ΤτΕ δύναται να προβεί στην ανάκληση της σχετικής άδειας. Η ανάκληση δύναται να επισπευτεί και στις περιπτώσεις όπου ότι η εταιρεία εξασφάλισε την άδεια βάσει ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο ή υπέβαλε, γνωστοποίησε ή άλλως δημοσιοποίησε με οποιοδήποτε τρόπο ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή έντυπα. Επίσης προβλέπεται ανάκληση της άδειας λειτουργίας, αν διαπιστώνεται ότι η εταιρεία χρησιμοποιείται ως μέσο για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή αν τα έσοδά της χρησιμοποιούνται για την τέλεση εγκληματικών δραστηριοτήτων.