Τα μέτρα που κατατέθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής και τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τους εταίρους ως μια «καλή και στέρεη βάση για συμφωνία», αποτελούν για την πλειονότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων εργαλείο κατεδάφισης του παραγωγικού ιστού της χώρας, σύμφωνα με τη Γενική Συνοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος.
«Δεν πρόκειται να μπούμε στη διαδικασία να υιοθετήσουμε τα διχαστικά διλήμματα και τις έωλες εικασίες για αυτά που θα συνέβαιναν αν τα μέτρα είχαν ληφθεί νωρίτερα, αν η λιτότητα είχε άλλο μίγμα ή αν η διαπραγμάτευση γινόταν…αλλιώς» σημειώνει η συνομοσπονδία και προσθέτει ότι σε όλες τις πρόσφατες μελέτες και επιστημονικές αναφορές που έχει δημοσιεύσει το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, επισημάνθηκε ο κίνδυνος η ελληνική οικονομία να βρίσκεται σε ένα διαρκές εκκρεμές αδράνειας και στασιμότητας, λόγω των υφεσιακών μέτρων και της απουσίας μιας αναπτυξιακής στρατηγικής.
Οι μικρομεσαίοι εκτιμούν ότι οι κατευθύνσεις της συγκεκριμένης συμφωνίας θα ενισχύσει τις υφεσιακές δυνάμεις, θα πνίξει την επιχειρηματικότητα και θα αποτύχει να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για τα δημόσια ταμεία.
Το μεταλλαγμένο υφεσιακό πρόγραμμα θα παρατείνει την περίοδο «υπανάπτυξης» της χώρας και θα αποδυναμώσει εκ νέου την παραγωγική δυναμική της και σημαντικό μερίδιο ευθύνης για αυτές τις κατευθύνσεις έχουν οι θεσμικοί εταίροι, υπογραμμίζει η ΓΣΕΒΕΕ, διότι «συνεχίζουν να αγνοούν χαρακτηριστικά τις επιπτώσεις των υφεσιακών μέτρων που ελήφθησαν τα προηγούμενα χρόνια, δοκιμάζουν με τις αντιφατικές δηλώσεις τους την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία και δυστυχώς ενισχύουν με αυτή τη συμπεριφορά τις φυγόκεντρες δυνάμεις από το ευρωπαϊκό όραμα».
Η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι ευρωπαϊκό όραμα, αλληλεγγύη και αναπτυξιακή στρατηγική είναι αλληλένδετα και καλεί κυβέρνηση και θεσμικούς φορείς να αντιληφθούν το μέγεθος των επιπτώσεων που θα επιφέρει ένα νέο κύμα μέτρων και να προβούν στις αναγκαίες προσαρμογές.
Σε ότι αφορά στις επιπτώσεις η ΓΣΕΒΕΕ αναλυτικά αναφέρει τα εξής:
– Η αύξηση της φορολογίας κερδών από το 26% στο 29% για τις επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 100.000 ευρώ σε συνδυασμό με την έκτακτη εισφορά 12% σε επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 500.000 ευρώ, συντελεί στην αναστολή των επενδυτικών πρωτοβουλιών των επιχειρήσεων, και τις οδηγεί σε άλλες ατραπούς. Η ΓΣΕΒΕΕ υπενθυμίζει τη θέση της για τη δυνατότητα εφαρμογής και αξιοποίησης του αφορολόγητου αποθεματικού, στο βαθμό που αυτό συνδέεται με νέες επενδύσεις ενώ επισημαίνει ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων σήμερα λειτουργεί στο 60% των παραγωγικών δυνατοτήτων.
– Η μη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ χωρίς τη στοιχειώδη παραμετροποίηση του (προσαρμογή αντικειμενικών αξιών, μειωμένη εισφορά για όσους έχουν δάνεια και για όσους έχουν ανοίκιαστα), συνιστά μια επιπρόσθετη επιβάρυνση για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Τη στιγμή που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ανέρχονται πλέον σε 100 δις, δημιουργεί ερωτηματικά η συνέχιση της επιβολής του.
– Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9% σε εργαζόμενους και εργοδότες που συνοδεύεται από αύξηση εισφορών στα επικουρικά ταμεία, θα ενισχύσει τα φαινόμενα αδήλωτης εργασίας και θα αυξήσει το μη μισθολογικό κόστος. Η αύξηση του κόστους αυτού είτε θα μετακυλισθεί στις τιμές, είτε θα οδηγήσει σε λουκέτα και ανεργία.
– Η αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης στα υψηλότερα κλιμάκια μοιάζει με δίκαιο μέτρο, όμως παραβιάζει κάθε έννοια καθιέρωσης ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου. Η ΓΣΕΒΕΕ διερωτάται γιατί δεν εφαρμόζεται ένας ενιαίος φορολογικός συντελεστής.
– Παραμένει ασαφές το τοπίο σχετικά με την αύξηση ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα, την εστίαση, τα συσκευασμένα αγαθά και το καθεστώς ΦΠΑ των νησιωτικών περιοχών. Οποιαδήποτε αύξηση όμως θα οδηγήσει σε κατάρρευση των επιχειρήσεων στους κλάδους τροφίμων και εστίασης και θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.