Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε ότι τα stress test, δηλαδή οι ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, έδειξαν πως ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ αντέχει ενδεχόμενη έντονη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Έτσι, η ΕΚΤ δημοσίευσε τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2023, από τα οποία προκύπτει ότι το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε έντονη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα:
- Η άσκηση έδειξε ότι σοβαρές οικονομικές εντάσεις διάρκειας τριών ετών θα μείωναν τον δείκτη κεφαλαίου CET1 των εποπτευόμενων από την ΕΚΤ τραπεζών κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες, σε 10,4%
- Η βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και της κερδοφορίας βοήθησε τις τράπεζες να παραμείνουν ανθεκτικές σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα δυσμενών συνθηκών
- Η άσκηση κάλυψε 98 (57 μεγάλες και 41 μεσαίες) τράπεζες της ζώνης του ευρώ υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ
Ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) των 98 τραπεζών που υποβλήθηκαν στην εν λόγω άσκηση, θα υποχωρούσε σε 10,4%, δηλ. κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο, εάν οι εν λόγω τράπεζες εκτίθεντο σε ακραίες καταστάσεις για τρία έτη υπό ιδιαίτερα αντίξοες μακροοικονομικές συνθήκες. Ο δείκτης CET1 αποτελεί βασικό μέτρο υπολογισμού της οικονομικής ευρωστίας μιας τράπεζας.
Η ΕΚΤ υπέβαλε σε άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων 98 τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της. Από αυτές, οι 57 είναι οι μεγαλύτερες τράπεζες της ζώνης του ευρώ, οι οποίες περιλαμβάνονται στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ που συντονίζει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), ενώ οι 41 είναι μεσαίου μεγέθους τράπεζες και δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα της ΕΑΤ. Συνολικά αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στη ζώνη του ευρώ. Η ΕΑΤ δημοσίευσε νωρίτερα σήμερα λεπτομερή αποτελέσματα για τις 57 μεγαλύτερες τράπεζες. Η ΕΚΤ έχει δημοσιεύσει επιλεγμένα στοιχεία για τις 41 τράπεζες μεσαίου μεγέθους.
Επίσης, η μείωση κεφαλαίου στο τέλος του τριετούς ορίζοντα ήταν μικρότερη από ό,τι σε προηγούμενες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι τράπεζες συνολικά ήταν σε καλύτερη κατάσταση κατά την έναρξη της άσκησης, καθώς παρουσίαζαν στοιχεία ενεργητικού υψηλότερης ποιότητας και μεγαλύτερη κερδοφορία. Για ορισμένες τράπεζες, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων τους έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 2021. Αυτοί οι παράγοντες βοήθησαν τις τράπεζες να ανταπεξέλθουν στο δυσμενές σενάριο, το οποίο υπέθετε παρατεταμένη περίοδο υψηλού πληθωρισμού και αυξημένων επιτοκίων. Σε πολλές περιπτώσεις, η ευεργετική επίδραση της ανόδου των επιτοκίων στους τόκους-έσοδα εξακολουθούσε να αντισταθμίζει τις εντάσεις στο κόστος χρηματοδότησης. Από την άλλη πλευρά, οι διοικητικές δαπάνες των τραπεζών αναμένεται, σύμφωνα με τις προβολές, να αυξηθούν λόγω της ανόδου του πληθωρισμού.
Οι μικρότερες τράπεζες στο δείγμα της ΕΚΤ κατέγραψαν μεγαλύτερη μείωση κεφαλαίου από ό,τι οι μεγαλύτερες τράπεζες υπό την εποπτεία της ΕΚΤ (6,6 ποσοστιαίες μονάδες έναντι 4,6 ποσοστιαίων μονάδων). Αυτό οφείλεται στη μείωση της ικανότητάς τους να δημιουργούν έσοδα και στις υψηλότερες ζημίες από δάνεια στη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα προβολής. Ωστόσο, ο δείκτης CET1 τους εξακολουθούσε να είναι υψηλότερος σε σχέση με τον αντίστοιχο δείκτη των μεγαλύτερων τραπεζών (13,7% έναντι 10,1%), καθώς η αρχική τους θέση ήταν επίσης υψηλότερη (20,2% έναντι 14,7%).
Ενσωμάτωση στη SREP
Όταν αξιολογούν τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων των τραπεζών στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP), οι επόπτες λαμβάνουν υπόψη ορισμένα ποιοτικά αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, όπως την έγκαιρη παροχή, την ακρίβεια των δεδομένων και την ποιότητα των πληροφοριών.
Επιπλέον, ο ποσοτικός αντίκτυπος του δυσμενούς σεναρίου της εν λόγω άσκησης αποτελεί βασικό στοιχείο που χρησιμοποιείται από τους επόπτες για τον καθορισμό του επιπέδου των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 (P2G). Οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 αποτελούν συγκεκριμένες συστάσεις ανά τράπεζα οι οποίες υποδεικνύουν το επίπεδο του κεφαλαίου που η ΕΚΤ αναμένει ότι θα τηρούν οι τράπεζες πλέον της εκ του νόμου κεφαλαιακής τους απαίτησης. Επιδιώκουν να διασφαλίσουν ότι τα ίδια κεφάλαια μιας τράπεζας μπορούν να απορροφήσουν τις δυνητικές ζημίες που προκύπτουν από τα σενάρια ακραίων καταστάσεων.
Στο πλαίσιο της SREP του 2023, η ΕΚΤ θα εφαρμόσει για πρώτη φορά νέα μεθοδολογία για τον καθορισμό των κατευθύνσεων P2G όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης με σκοπό την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης. Σε επίπεδο συστήματος, ο δείκτης μόχλευσης των τραπεζών της ζώνης του ευρώ υποχώρησε κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα υπό το δυσμενές σενάριο. ‘Αγγιξε το 4,4% στο τέλος του χρονικού ορίζοντα προβολής, υπερβαίνοντας το ελάχιστο όριο του 3% που απαιτείται από τον νόμο. Οι κατευθύνσεις P2G όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης επιβάλλονται μόνο για ορισμένες τράπεζες, για παράδειγμα όταν ο δείκτης μόχλευσης, βάσει των προβολών, μειώνεται κάτω από την απαίτηση του συνολικού δείκτη μόχλευσης.