Με την πάταξη της φοροδιαφυγής να αποτελεί έναν από τους βασικότερους στόχους του νέου οικονομικού επιτελείου, η Τράπεζα της Ελλάδας συστήνει πλέγμα πέντε παρεμβάσεων που θα βοηθήσουν στον περιορισμό της φοροδιαφυγής και θα δημιουργήσουν το δημοσιονομικό χώρο για νέες φοροελαφρύνσεις.
Πιο συγκεκριμένα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μέσω της έκθεσης για τη Νομισματική Πολιτική προτείνει:
1. Διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με υποχρεωτική επέκταση των POS σε περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος στη βελτίωση της απόδοσης των εσόδων ΦΠΑ έχει συμβάλλει καθοριστικά η αυξημένη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών, οι οποίες –σε αντίθεση με τις συναλλαγές με μετρητά– είναι ανιχνεύσιμες, γεγονός που διευκολύνει το έργο των ελεγκτικών μηχανισμών και περιορίζει τα περιθώρια φοροδιαφυγής. Το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης που δαπανάται μέσω καρτών πληρωμών αυξήθηκε από περίπου 20% το 2019 σε πάνω από 37% κατά τη διάρκεια του 2022. Η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών έχει οδηγήσει διαχρονικά σε θεαματική αύξηση της ελαστικότητας των εσόδων ΦΠΑ ως προς τη φορολογική βάση. Πριν από την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων το 2015 και τη συνακόλουθη διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, μια αύξηση της φορολογικής βάσης κατά μία ποσοστιαία μονάδα εκτιμάται ότι θα οδηγούσε σε αύξηση των εσόδων ΦΠΑ κατά περίπου 0,8 ποσοστιαίες μονάδες (δηλαδή η ελαστικότητα των εσόδων ΦΠΑ ήταν 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Στο τέλος του 2022 η ελαστικότητα των εσόδων ΦΠΑ εκτιμάται ότι είχε υπερβεί τις 1,7 ποσοστιαίες μονάδες εκ των οποίων περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες προστέθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας.
2. Καθιέρωση κινήτρων για πληρωμές μέσω χρεωστικών καρτών, αλλά και μέσω τραπεζών. Στη έκθεση Σημειώνεται ότι παρά τη θεαματική αύξηση που έχει σημειωθεί τα τελευταία έτη, το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης που δαπανάται μέσω καρτών στην Ελλάδα (περίπου 37% το 2022) εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ευρωζώνης, ο οποίος το 2021 ανερχόταν σε 46%. Μάλιστα η έκθεση επικαλείται στοιχεία του ΟΟΣΑ σύμφωνα με τα οποία οι παρεμβάσεις με τις οποίες μειώθηκε το ανώτατο όριο πληρωμών με μετρητά για τις λιανικές συναλλαγές (στα 500 ευρώ σήμερα) λειτούργησαν επιβοηθητικά προς τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, βελτιώνοντας την εισπραξιμότητα των εσόδων.
3. Φοροαπαλλαγές για την αποκάλυψη συναλλαγών σε κλάδους υψηλής φοροδιαφυγής, που θα αποδυνάμωναν αντίστοιχα τα κίνητρα φοροδιαφυγής.
4. Η αύξηση του αφορολόγητου ορίου θα πρέπει να συνοδεύεται από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης.
5. Αναβάθμιση των ηλεκτρονικών εργαλείων της ΑΑΔΕ που διευρύνει τις δυνατότητες διαχείρισης και αξιοποίησης των πληροφοριών που συλλέγονται μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Η εν εξελίξει διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τις φορολογικές αρχές θα συμβάλει θετικά προς την ίδια κατεύθυνση. Όπως αναφέρεται στην έκθεση ο ρόλος της ΑΑΔΕ είναι σημαντικός στην κατεύθυνση της βελτίωσης της εισπραξιμότητας των φόρων καθώς δρομολογήθηκε σειρά δράσεων για την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των μεθόδων ελέγχου και είσπραξης (π.χ. χρήση ανάλυσης κινδύνου για την επιλογή ελέγχων, διασταύρωση με πληροφορίες από τρίτες πηγές κ.λπ.), αποδίδοντας προτεραιότητα στις νέες φορολογικές υποθέσεις, στους μεγάλους οφειλέτες και στους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Αυτό κατέστη δυνατόν χάρη στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και την εισαγωγή νέων ηλεκτρονικών εργαλείων για την ανταλλαγή πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο μέσω του κεντρικού πληροφοριακού συστήματος Taxis της ΑΑΔΕ 8 (π.χ. εφαρμογή “myDATA”, ηλεκτρονική διασύνδεση συσκευών POS με ταμειακές μηχανές κ.λπ.). Παράλληλα, η κύρωση του επικαιροποιημένου και απλοποιημένου Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων ενίσχυσε την εισπραξιμότητα των δημοσίων εσόδων μειώνοντας το κόστος συμμόρφωσης, καθώς με τον νέο κώδικα καταπολεμείται η πολυνομία, συστηματοποιούνται και αποσαφηνίζονται διάσπαρτες διατάξεις νόμων, ενώ παράλληλα καταργούνται παρωχημένες νομοθετικές ρυθμίσεις.
Σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης όπου αναλύονται οι παράγοντες υπεραπόδοσης των εσόδων μετά την πανδημία αναφέρεται ότι τα φορολογικά έσοδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 και τους πρώτους μήνες του 2023 έχουν υπερβεί τις εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού, ως αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων, κάποιοι από τους οποίους είναι συγκυριακού χαρακτήρα, όπως η εξωγενής πληθωριστική διαταραχή, η θετική έκπληξη στη μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας και τα έκτακτα μέτρα φορολόγησης των υπερκερδών των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα όμως με την παροδική επίδραση των παραπάνω, η απόδοση των φορολογικών εσόδων αντανακλά και μια σειρά θετικών επιδράσεων μόνιμου και διαρθρωτικού χαρακτήρα, όπως η διευρυμένη χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών, οι μακροχρόνιες τάσεις στην καταναλωτική συμπεριφορά, αλλά και η αναβάθμιση των εργαλείων της φορολογικής διοίκησης.
Όπως τονίζεται ο πληθωρισμός ασκεί βραχυχρόνια αυξητική επίδραση στα φορολογικά έσοδα, η οποία αντικατοπτρίζει τόσο τη διεύρυνση των ονομαστικών φορολογικών βάσεων, ειδικότερα στην περίπτωση των έμμεσων φόρων, όσο και τη μη αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων της άμεσης φορολογίας με βάση το ύψος του πληθωρισμού.
Επίσης, η απόδοση των έμμεσων φόρων έχει ενισχυθεί και από την ποιοτική διαφοροποίηση της καταναλωτικής δαπάνης. Συγκεκριμένα οι εισπράξεις ΦΠΑ έχουν επωφεληθεί από την αυξημένη συμμετοχή των διαρκών αγαθών στην ιδιωτική κατανάλωση, καθώς αυτά τείνουν να φορολογούνται με υψηλότερους συντελεστές. Το μερίδιο της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών που κατευθύνεται προς διαρκή αγαθά παρουσιάζει αύξηση τα τελευταία έτη και έχει ανακάμψει από μόλις 3,0% το γ΄ τρίμηνο του 2015 σε 5,6% κατά μέσο όρο στη διάρκεια του 2021 και του 2022. Το μερίδιο αυτό, παρά την παρατηρούμενη ενίσχυση της κατανάλωσης διαρκών αγαθών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τη μέση τιμή της περιόδου προ του 2008 (7,3%), γεγονός που αφήνει περιθώριο για περαιτέρω βελτίωση της απόδοσης των φορολογικών εσόδων. Επίσης, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με τη θετική επίδραση του πληθωρισμού, τα οφέλη από την ευνοϊκότερη σύνθεση της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν είναι συγκυριακού χαρακτήρα, αφού παρατηρούνται σταθερά τα τελευταία έτη και σχετίζονται με τη σταδιακή αύξηση των εισοδημάτων.