Στο επενδυτικό πλάνο της ΔΕΗ συνολικού ύψους 9,3 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων πάνω από 5 δισ. θα κατευθυνθούν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ, Γιώργος Στάσσης, μιλώντας ακόμα για το μέλλον των λιγνιτικών μονάδων, αλλά και τη στήριξη των καταναλωτών με εκπτώσεις.
Παρουσιάζοντας την εξέλιξη του σχεδίου ανάπτυξης της ΔΕΗ στις ΑΠΕ και την αποθήκευση ενέργειας σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» τονίζει ότι «αυτή τη στιγμή υλοποιούμε ένα γιγαντίαιο επενδυτικό πλάνο συνολικού ύψους 9,3 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων πάνω από 5 δισ. θα κατευθυνθούν στις ΑΠΕ. Προχωρούμε με γρήγορους ρυθμούς στην αδειοδότηση όλων των έργων μας, αναπτύσσουμε περαιτέρω συνεργασίες και επενδύσεις και σε υπεράκτια πάρκα και παρακολουθούμε τις διαβουλεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη για τη διαμόρφωση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου.
Μάλιστα αναφερόμενος στην κρίση στην Ουκρανία επισημαίνει ότι «γίνεται καθαρό ότι πρέπει να επιδιώξουμε το συντομότερο την απεξάρτηση της χώρας μας από τα ορυκτά καύσιμα ώστε να μην είμαστε έρμαιο των διεθνών εξελίξεων. Ο δρόμος για αυτό είναι η αύξηση των ΑΠΕ που είναι πιο συμφέρουσες οικονομικά και προσφέρουν μεγαλύτερη σταθερότητα απέναντι σε φαινόμενα όπως αυτά που ζούμε σήμερα».
«Θα εξαντλήσουμε κάθε περιθώριο» για στήριξη στους καταναλωτές
Αναφορικά με τη στήριξη των καταναλωτών με εκπτώσεις, ο κ. Στάσσης αναφέρει τα εξής: «η οικονομική εξυγίανση της ΔΕΗ μας επιτρέπει σήμερα, σε μια δύσκολη συγκυρία, να στηρίξουμε τους καταναλωτές μας με εκπτώσεις συνολικού ύψους άνω των 600 εκατ. ευρώ. Ξέρουμε ότι ίσως για κάποια νοικοκυριά αυτό δεν είναι αρκετό, αλλά η ΔΕΗ δεν πατούσε γερά στα πόδια της, ούτε αυτό θα ήταν εφικτό. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο κάνουμε μεγάλες επενδύσεις σε ΑΠΕ, ώστε η χώρα να μην αντιμετωπίσει τέτοιου μεγέθους προβλήματα στο μέλλον».
Απαντώντας στο ερώτημα για πόσο καιρό η ΔΕΗ να μπορεί να στηρίζει τους πελάτες της με εκπτώσεις στα τιμολόγια απαντά ότι «δεν μπορώ να προσδιορίσω επακριβώς πόσο ακόμα θα συνεχίσουμε, αλλά θα εξαντλήσουμε κάθε περιθώριο. Είμαστε επιχείρηση με ιστορικό βάρος και σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία θα σταθούμε στο πλευρό των ανθρώπων που μας εμπιστεύονται όλα αυτά τα χρόνια».
Μιλώντας ακόμα για το πόσο προβλέπεται να διαρκέσει η ενεργειακή κρίση, υποστηρίζει ότι «δεν μπορούμε να μιλάμε για πλήρη επάνοδο πριν από το 2023».
«Πρέπει να τελειώσουμε με τον λιγνίτη»
Για την απολιγνιτοποίηση αναφέρει ότι «Δεν υπάρχει σκέψη για αλλαγή χρονοδιαγράμματος. Πρέπει να τελειώσουμε με τον λιγνίτη, ο οποίος είναι επιβλαβής για το περιβάλλον αλλά και οικονομικά ασύμφορος. Επειδή ακούγονται κάποιες ανακρίβειες, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα. Η ΔΕΗ σήμερα λειτουργεί όλες τις διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες. Τα λιγνιτικά εργοστάσια που έκλεισαν έως σήμερα ήταν εκείνα που είχαν συμπληρώσει τις προβλεπόμενες ώρες λειτουργίας και το κλείσιμό τους είχε προγραμματιστεί και από την προηγούμενη κυβέρνηση και την προηγούμενη διοίκηση της ΔΕΗ.
Πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη δεν είναι φθηνότερη, ακόμη και με τις τωρινές τιμές του φυσικού αερίου. Ο “φόρος” για τη χρήση λιγνίτη στην ΕΕ είναι 95 ευρώ ανά τόνο – έχει υπερτριπλασιαστεί σε σχέση με το 2019 – και αυτό καθιστά το καύσιμο εξαιρετικά ασύμφορο. Ακόμα και μετά το κλείσιμο παλαιών ρυπογόνων μονάδων η ΔΕΗ “μπαίνει μέσα” περίπου 200 εκατ. ευρώ τον χρόνο από τη χρήση τού λιγνίτη, ενώ παλαιότερα έμπαινε μέσα μέχρι και 400 εκατομμύρια!
Είναι μύθος ότι αν είχαμε περισσότερα λιγνιτικά θα είχαμε φθηνότερο ρεύμα. Ακόμη και τον Δεκέμβριο που οι τιμές του φυσικού αερίου βρέθηκαν σε ιστορικά υψηλά, η παραγωγή ρεύματος από φυσικό αέριο κόστιζε σχεδόν όσο και η παραγωγή από λιγνίτη. Είναι συνεπώς εντελώς ασύμφορο να διατηρείς επιβλαβείς και επιζήμιες μονάδες για μια εξαιρετικά ακραία περίπτωση. Πολλώ δε μάλλον όταν μέχρι το 2030 προωθείται η απαγόρευση της χρήσης λιγνίτη στην ΕΕ. Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε ότι συνέφερε η χρήση λιγνίτη, δεν θα υπήρχε καμία διαφορά στη διαμόρφωση της χονδρικής τιμής. Οι τιμές διαμορφώνονται από το ρεύμα που παράγεται με το ακριβότερο διαθέσιμο καύσιμο, ακόμη και αν αυτό συμμετείχε λίγο στο ενεργειακό μείγμα. Κατά συνέπεια όλη η συζήτηση δεν έχει καμία βάση και γι’ αυτό ο σχεδιασμός μας δεν αλλάζει».