Ένας από τους λόγους που η Ελλάδα πιέζεται από τις υψηλές του ηλεκτρικού ρεύματος το τελευταίο χρονικό διάστημα οφείλεται στο γεγονός ότι εξαρτάται από το φυσικό αέριο και τον λιγνίτη περισσότερο από άλλες χώρες που έχουν το πλεονέκτημα να χρησιμοποιούν πιο εκτεταμένα τα πλεονεκτήματα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (όπως είναι π.χ. ο άνεμος) και της πυρηνικής ενέργειας.
Αυτό προκύπτει από έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία των τιμών του ρεύματος, η οποία αν και δεν αναφέρεται ρητά στη χώρα μας, τα δεδομένα που παρουσιάζει το αφήνουν να εννοηθεί ξεκάθαρα. Η έκθεση συσχετίζει τις μειωμένες επιλογές ως προς την παραγωγή ενέργειας με την άνοδο της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν καταφέρει να ισορροπήσουν το ενεργειακό κόστος χάρις στην αλματώδη ανάπτυξη της «καθαρής» ενέργειας (αιολικής, ηλιακής, υδραυλικής, γεωθερμικής, κ.α.) αλλά και των νέων τεχνολογιών όπως είναι το «ανανεώσιμο» ή «πράσινο» υδρογόνο που προκύπτει από την ηλεκτρόλυση του νερού και τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και δεν εκπέμπει αέρια του θερμοκηπίου κατά την παραγωγή του.
Στη χώρα μας η παραγωγή λιγνίτη προκύπτει ότι έχει αυξηθεί κατά 53%, ενώ έχει μειωθεί η παραγωγή βιομάζας και αιολικής ενέργειας, την ίδια ώρα που στην Ισπανία για παράδειγμα, η ηλιακή παραγωγή ενέργειας αυξήθηκε κατά 22% από έτος σε έτος. Προκειμένου να φθάσει τα ευρωπαϊκά πρότυπα η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει μια μεγαλύτερη στροφή προς τις Ανανεώσιμες Πηγές που θα της εξασφαλίσουν μελλοντικά περισσότερο ισορροπημένες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος αλλά και ένα καθαρότερο περιβάλλον χωρίς βλαβερές συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισμό.