Μια έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανόν να κοστίσει πολύ ακριβά στη χώρα αλλά και στους εταίρους της, ορισμένοι από του οποίους, όπως η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, θα χάσουν περισσότερα σε σχέση με τους άλλους, σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Bertelsmann που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Εάν η Βρετανία αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2018, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των εξαγωγών της χώρας, ενώ οι εισαγωγές θα γίνουν ακριβότερες. Ανάλογα με την έκταση της απομόνωσης στις εμπορικές συναλλαγές, το κατά κεφαλήν πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα μειωθεί κατά 0,6% έως 3% μέχρι το 2030, σε σχέση με τις τιμές του δείκτη που θα ίσχυαν αν η χώρα παρέμενε στην Ε.Ε. Εάν ληφθούν υπ΄όψιν οι δυναμικές συνέπειες της οικονομικής ολοκλήρωσης στις επενδύσεις και την καινοτομία, οι απώλειες του ΑΕΠ μπορεί να φθάσουν και το 14%.
Η εξοικονόμηση που θα μπορούσε να κάνει το Λονδίνο μη συνεισφέροντας πλέον στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό δεν θα αντιστάθμιζε με κανέναν τρόπο τα διαφυγόντα κέρδη, προειδοποιούν οι συντάκτες της μελέτης.
βρετανός συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον υποσχέθηκε, ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 7ης Μαΐου, σε περίπτωση επανεκλογής του, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε. έως το 2017. Οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί λαμβάνουν όμοια ποσοστά στις δημοσκοπήσεις.
Με τη συνδρομή του ινστιτούτου οικονομικής έρευνας Ifo του Μονάχου, οι ερευνητές του γερμανικού ιδρύματος αξιολόγησαν τις συνέπειες ενός «Brexit» -όρου που χρησιμοποιείται για μια έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε.- και έλαβαν υπόψη διάφορα σενάρια που ξεκινούν από την απομόνωση, μια κατάσταση όπου η χώρα θα συνεχίσει να συμμετέχει στις ευρωπαϊκές συναλλαγές, όπως η Ελβετία, έως μια απώλεια όλων των εμπορικών προνομίων που έχει μια χώρα μέλος της ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, οι εταίροι του Λονδίνου θα είναι επίσης χαμένοι, αρχίζοντας από την Ιρλανδία, με μια απόκλιση μεταξύ 0,8% και 2,7% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της έως το 2030. Το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και η Σουηδία θα είναι μεταξύ των άλλων χωρών που θα πληγούν περισσότερο. Για τη Γαλλία, η απόκλιση θα είναι μεταξύ 0,06% και 0,3% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Σε αυτές τις αμιγώς εμπορικές επιπτώσεις ενδέχεται να προστεθούν άλλες οικονομικές, όπως οι συνέπειες μιας απώλειας της ελκυστικότητας του χρηματοοικονομικού κέντρου του Λονδίνου –κάτι το οποίο πιθανόν να ωφελήσει ορισμένα άλλα ευρωπαϊκά κέντρα– και μια δημοσιονομική επίδραση, με μια κατανομή μεταξύ των υπολοίπων μελών της ΕΕ της βρετανικής συνεισφοράς στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Για τη Γερμανία, αυτή η μόνη επίδραση θα είναι 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, για τη Γαλλία 1,9 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η μελέτη «δείχνει σαφώς την ανάγκη της δέσμευσης υπέρ της διατήρησης της Βρετανίας στην Ε.Ε.», σχολίασε ο πρόεδρος του Ιδρύματος Bertelsmann Ααρτ ντε Γκέους. «Μόνο από οικονομικής άποψης, μια Brexit θα είναι μια ζημιογόνα πράξη, πρώτα για τους Βρετανούς».