«Ο χρόνος και τα χρήματα της Ελλάδας τελειώνουν και για να αντιμετωπίσει αυτήν την απελπιστική κατάσταση η κυβέρνηση επεξεργάζεται μια νέα λίστα προτάσεων με οικονομικές μεταρρυθμίσεις για να την παρουσιάσει στο Eurogroup» αναφέρεται σε ανάλυση του αμερικανικού κέντρου στρατηγικών μελετών Stratfor.
Όπως σημειώνεται, «μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, η Ελλάδα και οι πιστωτές της θα διαπραγματευτούν μια σειρά συμβιβασμών, ενώ στο μεταξύ το Eurogroup θα παρέχει μόνο όσα χρήματα απαιτούνται για να αποφευχθεί η χρεοκοπία».
Σύμφωνα με την ανάλυση, «η σημαντικότερη ωστόσο απειλή για την Ελλάδα έρχεται από το εσωτερικό της. Η κυβέρνηση θα κληθεί ίσως να διαχειρισθεί την απείθεια ορισμένων βουλευτών που αντιδρούν σε ορισμένες από τις προτάσεις της. Οι διαφωνίες θα γίνουν πιο ορατές τον Απρίλιο, όταν κατατεθούν οι μεταρρυθμίσεις στο Κοινοβούλιο και θα κλιμακωθούν στα τέλη Ιουνίου όταν η Ελλάδα θα πρέπει να διαπραγματευτεί μια καινούργια συμφωνία με τους πιστωτές της. Τότε, οι πολιτικές πιέσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πρόωρες εκλογές ή σε δημοψήφισμα για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη».
Όπως υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, «στις υποσχέσεις της Ελλάδας προς τους πιστωτές της θα περιλαμβάνονται μέτρα για την αύξηση των φορολογικών εσόδων, για την πάταξη της φοροδιαφυγής, τη διατήρηση των ιδιωτικοποιήσεων κρατικών εταιρειών και για έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Με αυτές τις προτάσεις, η Αθήνα ελπίζει να ξεμπλοκάρει μέρος έστω της τελευταίας δόσης του σχεδίου διάσωσης ύψους 7,2 δις ευρώ. Η Ελλάδα βρίσκεται ωστόσο αντιμέτωπη με τρία κρίσιμα προβλήματα: τη μειωμένη ρευστότητα, την ωρίμανση ενός σημαντικού μέρους του χρέους και έναν ευάλωτο τραπεζικό τομέα. Οι εκτιμήσεις ποικίλουν αλλά πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι χωρίς εξωτερική βοήθεια, η Ελλάδα θα βρεθεί χωρίς χρήματα εντός του Απριλίου. Η Αθήνα θα πρέπει να αποπληρώσει 458 εκ. ευρώ στο ΔΝΤ στις 9 Απριλίου και 2,4 δις ευρώ έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, μεταξύ 14 και 17 Απριλίου, συν τις δαπάνες για τη λειτουργία του κράτους».
Επίσης, διατυπώνεται η άποψη ότι «το Βερολίνο επιθυμεί να κρατήσει την Ελλάδα ενσωματωμένη στη Δύση. Η Αθήνα έχει προβεί σε διάφορες κινήσεις για να δείξει την ισχύ των δεσμών της με την Ρωσία, ενώ ο κ. Τσίπρας θα συναντηθεί με το πρόεδρο Πούτιν τον Απρίλιο. Το Βερολίνο φοβάται ότι η Αθήνα θα μπορούσε να παρέμβει στην πολιτική της σχετικά με την Ρωσία, θέτοντας πχ βέτο στις κυρώσεις κατά της Μόσχας. Φοβάται επίσης, όπως και οι ΗΠΑ, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να καταστεί εταίρος που εξυπηρετεί τα ενεργειακά και αμυντικά συμφέροντα της Ρωσίας. Κατά συνέπεια, η Γερμανία θα προσπαθήσει πιθανώς να διευκολύνει την Ελλάδα. Αυτό ωστόσο δεν θα είναι εύκολο, καθώς αρκετά συντηρητικά μέλη του Γερμανικού Κοινοβουλίου αντιτίθενται στο δανεισμό της Αθήνας. Το πιθανότερο είναι ότι το Eurogroup θα αποφασίσει την κατάτμηση της τελευταίας δόσης του σχεδίου διάσωσης της Ελλάδας σε μικρότερες δόσεις, που θα συνδέονται με τις μεταρρυθμίσεις. Οι Γερμανοί βουλευτές θα διαμαρτυρηθούν, αλλά στο τέλος θα εγκρίνουν την απόφαση».
Τέλος, επισημαίνεται ότι «το σημαντικότερο πρόβλημα της Αθήνας δεν προέρχεται από το εξωτερικό, αλλά από το εσωτερικό. Η Ελλάδα κυβερνάται από μια συμμαχία που περιλαμβάνει τον ΣΥΡΙΖΑ και το εθνικιστικό κόμμα Ανεξάρτητοι Έλληνες. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποσχέθηκε προεκλογικά να θέσει τέλος σε νέα μέτρα λιτότητας και να επαναδιαπραγματευθεί το χρέος της Ελλάδας. Η Αθήνα υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ορισμένες από τις προεκλογικές της υποσχέσεις, κατά τις αρχικές διαπραγματεύσεις με το Eurogroup, προκαλώντας την αντίδραση των πιο ριζοσπαστικών μελών του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Η ελληνική κυβέρνηση θα πετύχει πιθανώς συμφωνία με το Eurogroup, αλλά ο κ. Τσίπρας και η ομάδα του θα δυσκολευθούν να την περάσουν στους βουλευτές τους. Οι αντιδράσεις από το εσωτερικό της κυβερνητικής συμμαχίας ώθησαν την Αθήνα στη διεκδίκηση εύθραυστων συμβιβασμών. Οι πιο αριστεροί, παραδείγματος χάριν, αντιτίθενται στην ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ασκεί πιέσεις στην Αθήνα για την πώληση κρατικών εταιρειών ώστε να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα. Οι αντιθετικές αυτές διεκδικήσεις ώθησαν την ελληνική κυβέρνηση να δηλώσει ότι δεν πρόκειται να διακόψει τις ιδιωτικοποιήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά κατά τα μελλοντικά εγχειρήματα θα αναζητηθούν “στρατηγικοί εταίροι” μεταξύ του ελληνικού κράτους και ξένων επενδυτών, αντί της πλήρους ιδιωτικοποίησης».
Καταλήγοντας, σημειώνεται ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε για να επαναδιαπραγματευθεί το ελληνικό χρέος, να θέσει τέλος στη λιτότητα και να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Σε αυτό το σημείο, οι εσωτερικές πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσαν να την οδηγήσουν στην αναζήτηση της έγκρισης του λαού πριν λάβει απόφαση για το μέλλον της χώρας. Η πιο σημαντική απειλή για την Αθήνα θα έρθει από το εσωτερικό της, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσεις σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές ή ακόμη σε ένα δημοψήφισμα για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη».