Η δυνατότητα χαλάρωσης των ετήσιων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να έχει θετικά οφέλη για την ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα, σύμφωνα με τη Eurobank
Οι αρνητικές επιπτώσεις στη δυναμική του χρέους και στην εξέλιξη των ταμειακών ροών του ελληνικού δημοσίου που θα προέκυπταν από πιθανή χαλάρωση του δημοσιονομικού στόχου, θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν, σε σημαντικό βαθμό, από τη συνεπαγόμενη αύξηση του ΑΕΠ καθώς και την ευεργετική επίδραση αυτής στα δημόσια έσοδα και τις δαπάνες της χώρας, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα μελέτης της Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank.
Σημειώνεται ότι τη μελέτη με τίτλο «Γιατί μια χαλάρωση του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να αποτελέσει μια αυτοχρηματοδοτούμενη αλλαγή πολιτικής με θετικές επιπτώσεις για τους ρυθμούς μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας» επιμελήθηκε ο δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Eurobank.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, η δυνατότητα χαλάρωσης των ετήσιων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να έχει θετικά οφέλη για την ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, από την επίσημη ανακοίνωση του Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, προκύπτει ότι βασική προϋπόθεση ενός τέτοιου ενδεχομένου είναι η τήρηση από την ελληνική πλευρά των δεσμεύσεων που ελήφθησαν στη βάση του συμφωνηθέντος πλαισίου, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η έγκαιρη ολοκλήρωση της υφιστάμενης συμφωνίας διάσωσης και, ταυτόχρονα, να προχωρήσουν οι επίσημες διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους και τους θεσμούς για μια νέα ελάφρυνση του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, η μελέτη παρουσιάζει μια άσκηση προσομοίωσης για το ελληνικό δημόσιο χρέος βάσει σειράς σεναρίων για τη δομή ενός νέου πακέτου ελάφρυνσης του χρέους και τις δυνητικές μακροοικονομικές επιπτώσεις σχετικής χαλάρωσης του πρωτογενούς δημοσιονομικού στόχου.
Η δομή του υποθετικού πακέτου ελάφρυνσης χρέους που αναλύεται στην έκθεση αποτελεί επέκταση αυτής που αναλύθηκε σε προγενέστερες μελέτες της Eurobank και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
(i) Αντικατάσταση (debt swap) των διμερών ευρωπαϊκών δανείων που δόθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 1ου προγράμματος χρηματοδότησης (GLF) με 50ετές τοκοχρεολυτικό ομόλογο (amortizing bond) σταθερού επιτοκίου (0,25% ή εναλλακτικά 0,50%) και 10ετούς περιόδου χάριτος στις πληρωμές τόκων και χρεολυσίων, καθώς και
(ii) εικοσαετή επέκταση του χρόνου ωρίμανσης των δανείων του EFSF που εκταμιεύθηκαν στο πλαίσιο του 2ου προγράμματος διάσωσης, σε συνδυασμό με μετατροπή του επιτοκίου τους σε σταθερό (0,25% ή εναλλακτικά 0,50%) και νέα 10ετή περίοδο χάριτος στις σχετικές πληρωμές τόκων και χρεολυσίων.
Όπως αναλύεται στη μελέτη, η συνδυαστική αποπεράτωση των ανωτέρω συναλλαγών (i) και (ii) θα οδηγούσε σε κάποια ελάφρυνση της ονομαστικής αξίας του ελληνικού δημοσίου χρέους αν και το πλέον σημαντικό όφελος θα ήταν η μείωση των αναγκών χρηματοδότησης της Γενικής Κυβέρνησης την περίοδο μετά το 2020.
Επιπροσθέτως, η έκθεση αναλύει σειρά σεναρίων για:
α) Το μέγεθος μιας υποθετικής χαλάρωσης των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα.
β) Το μέγεθος του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή (impact multiplier).
γ) Την «επιμονή» του πολλαπλασιαστή (multiplier persistence).
δ) Το ενδεχόμενο «υστέρησης» στον μακροπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας λόγω της εφαρμογής περιοριστικών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής (hysteresis effects).
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης υποδεικνύουν ότι ο συνδυασμός μιας πρόσθετης ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και μιας χαλάρωσης του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε δυνητικά να σταθεροποιήσει τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική θέση της χώρας και να επιτρέψει τη σταδιακή σύγκλιση του ελληνικού λόγου χρέους-ΑΕΠ προς τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης.