«Υπάρχει και μια άλλη τρόικα που η Ελλάδα πρέπει να φοβάται» αναφέρει το Bloomberg σε δημοσίευμα του, στο οποίο καταγράφονται «τρεις βασικοί κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία», αυτή τη στιγμή:
– Η συνεχιζόμενη αρνητική ανάπτυξη.
– Τα καταστροφικά κρατικά έσοδα.
– Η αβεβαιότητα για τον τραπεζικό τομέα.
Στο δημοσίευμα του αμερικανικού ειδησεογραφικού πρακτορείου αναφέρεται ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην εξουσία στην Ελλάδα με μία αντιμνημονιακή και μεταρρυθμιστική πλατφόρμα. Ο “μπαμπούλας” κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ήταν η τρόικα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η τρόικα είναι ο φορέας που μεταβαίνει στην Αθήνα για να βεβαιώσει ότι η Ελλάδα συμμορφώνεται με τους όρους του πακέτου διάσωσης».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «από τη νίκη των εκλογών, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, έχει δηλώσει το τέλος της τρόικας και ότι αρχίζει την αναδιαπραγμάτευση της διεθνούς συμφωνίας διάσωσης της Ελλάδας. Ενώ οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, υπάρχει και μια άλλη τρόικα που η Ελλάδα πρέπει να φοβάται».
Όπως υπογραμμίζεται:
«Υπάρχουν τρεις βασικοί κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία, αυτή τη στιγμή:
– Η συνεχιζόμενη αρνητική ανάπτυξη: Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2014, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε 0,2%, έναντι προσδοκιών για ανάπτυξη 0,4%.
– Τα καταστροφικά κρατικά έσοδα: Τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών χθες δείχνουν ότι τον Ιανουάριο του 2015, το πλεόνασμα της κεντρικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε στα 367 εκατομμύρια ευρώ, έναντι προσδοκιών για 1,29 δισ. ευρώ. Η υστέρηση αυτή οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην πλευρά των εσόδων, με το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών στην Αθήνα να αποδίδει την κατάσταση στη μη συγκέντρωση των αναμενόμενων φορολογικών εσόδων.
– Η αβεβαιότητα για τον τραπεζικό τομέα: Στις 4 Φεβρουαρίου, η ΕΚΤ εξαίρεσε τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυημένες υποχρεώσεις χρέους προς την ΕΚΤ. Η απαγόρευση αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 11 Φεβρουαρίου, με τις ελληνικές τράπεζες να προσφεύγουν στην επείγουσα παροχής ρευστότητας (ELA) και στην κεντρική τράπεζα της Ελλάδας για τις ανάγκες τους σε ρευστότητα. Σε μια ανησυχητική εξέλιξη, η ΕΚΤ έπρεπε να ψηφίσει για την επέκταση του ανώτατου ορίου για τον ELA σχεδόν αμέσως.
Όσο περισσότερο χρόνο δαπανά η ελληνική κυβέρνηση για την επαναδιαπραγμάτευση του προγράμματος, κάθε ένας (από τους κινδύνους) της τρόικας των εγχώριων προβλημάτων θα πραγματοποιηθεί, όσο συνεχίζεται η πολιτική αβεβαιότητα».
Καταλήγοντας, αναφέρεται στο δημοσίευμα ότι «αν η ελληνική κυβέρνηση κάνει το λάθος να ξοδέψει πάρα πολύ χρόνο για τις διαπραγματεύσεις διάσωσης και όχι αρκετό για να διασφαλίσει την εγχώρια οικονομία, μπορεί να σημειώσει μια πύρρεια νίκη και να επιστρέψει στο σπίτι με μια νίκη, σε μια οικονομία που δεν επιδέχεται πλέον διάσωσης».