Η οικονομική ανάπτυξη είναι η θρησκεία του σύγχρονου κόσμου, το ελιξίριο που ανακουφίζει από τον πόνο των συγκρούσεων, η υπόσχεση της απεριόριστης προόδου. Είναι η λύση στην αιώνια ανησυχία μας ότι δεν θα αποκτήσουμε ποτέ αυτό που δεν έχουμε. Κι όμως, τουλάχιστον στη Δύση, το μοντέλο της ανάπτυξης είναι εξίσου φευγαλέο με την Αλμπερτίν Σιμονέ του Προυστ: έρχεται και φεύγει, η κρίση ακολουθεί την ανάπτυξη και η ανάπτυξη την κρίση, ενώ ο ιδεατός κόσμος της σταθερής και διαρκούς ανάπτυξης απομακρύνεται.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, γράφει ο γάλλος οικονομολόγος Ντανιέλ Κοέν στους Νιου Γιορκ Τάιμς, το 80% του πληθυσμού δεν έχει δει να αυξάνεται η αγοραστική του δύναμη εδώ και 30 χρόνια. Στη Γαλλία, η ετήσια κατά κεφαλή ανάπτυξη μειώνεται σταθερά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Στο μεταξύ, η πολιτική τάξη πολεμά με τη στασιμότητα, ένα φαινόμενο που έχει ανοίξει τον δρόμο σε διαφόρων ειδών λαϊκιστές. Αναζητώντας απελπισμένα όμως αποδιοπομπαίους τράγους, η Δύση αποφεύγει τη βασική ερώτηση: τι θα συμβεί αν η αναζήτηση μιας διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης αποδειχθεί πλάνη; Θα βρούμε τότε ένα ικανοποιητικό υποκατάστατο ή θα βυθιστούμε στη βία;

Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, γράφοντας στην αρχή της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ’30, είχε προειδοποιήσει ότι ο κόσμος δεν έπρεπε να διαγνώσει με λανθασμένο τρόπο την κατάσταση. Στο περίφημο άρθρο του «Οικονομικές δυνατότητες για τα εγγόνια μας», είχε τονίσει ότι το «οικονομικό πρόβλημα» του πλανήτη θα λυνόταν σύντομα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βάλει ο κόσμος στην άκρη την απληστία και τον φόβο. Και να απολαύσει τη ζωή του, καταναλώνοντας. Η πρόβλεψη του Κέινς ήταν ότι όλοι θα εργάζονταν σύντομα τρεις ώρες την ημέρα – κι ύστερα θα αφοσιώνονταν στον πολιτισμό και τη θρησκεία.

Δυστυχώς, οι προβλέψεις εκείνες δεν επαληθεύτηκαν. Και εξακολουθούμε να ζούμε με τον φόβο της φτώχειας, της ανεργίας και της ανισότητας. Η αναζήτηση υλικού πλούτου παραμένει πρωταρχικός μας στόχος, παρά το γεγονός ότι ο δυτικός άνθρωπος είναι έξι φορές πλουσιότερος απ’ ό,τι τη δεκαετία του ’30. Με άλλα λόγια, ο Κέινς έκανε λάθος: η συσσώρευση πλούτου δεν ικανοποίησε, ούτε μείωσε την όρεξη της υλιστικής μας κοινωνίας.

Το λεγόμενο παράδοξο του Ίστερλιν βοηθά να κατανοήσουμε το λάθος του Κέινς. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Ρίτσαρντ Ίστερλιν, ο πλούτος δεν σχετίζεται με την ευτυχία. Ένας υψηλότερος μισθός είναι φυσικά πάντα επιθυμητός, αλλά μόλις τον επιτύχουμε θέλουμε ακόμη περισσότερα. Είμαστε δηλαδή θύματα μιας διαδικασίας εξοικείωσης την οποία δεν ελέγχουμε. Όσο θέτουμε στόχους που υπαγορεύονται από τις επιθυμίες μας, δεν λαμβάνουμε υπόψη ότι οι επιθυμίες μας αλλάζουν. Αυτό εξηγεί γιατί το κλειδί για τη λειτουργία της κοινωνίας μας είναι η οικονομική ανάπτυξη, όχι ο καθαρός πλούτος.

Το ερώτημα είναι λοιπόν αμείλικτο: θα επιστρέψει η οικονομική ανάπτυξη και, αν όχι, τι θα συμβεί; Οι ειδικοί δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Οι απαισιόδοξοι, με επικεφαλής τον οικονομολόγο Ρόμπερτ Γκόρντον, πιστεύουν ότι οι δυνατότητες για οικονομική ανάπτυξη είναι σήμερα πολύ μικρότερες απ’ ό,τι τον περασμένο αιώνα. Η νέα βιομηχανική επανάσταση μπορεί να μας χάρισε το smartphone, αλλά αυτό δεν συγκρίνεται με τα επιτεύγματα του 20ού αιώνα: τον ηλεκτρισμό, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, τα αντιβιοτικά. Οι αισιόδοξοι πάλι, με κυριότερους εκπροσώπους τους τον Έρικ Μπρίνγιολφσον και τον Άντριου Μακάφι, προβλέπουν την ψηφιοποίηση των πάντων. Ήδη η Google ετοιμάζει τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό, ενώ στην Ιαπωνία τα ρομπότ προσέχουν τους ηλικιωμένους.

Στην πραγματικότητα, γράφει ο Κοέν, και τα δύο στρατόπεδα έχουν δίκιο. Ζούμε μια βιομηχανική επανάσταση χωρίς οικονομική ανάπτυξη. Ένα ισχυρό software κάνει τη δουλειά των ανθρώπων, αλλά οι άνθρωποι που αντικαθίστανται αδυνατούν να βρουν παραγωγικές δουλειές.