Σε επενδυτικό μπαράζ ύψους 8,4 δισεκατομμυρίων ευρώ προχωρά η ΔΕΗ στην πενταετία 2022-2026, σύμφωνα με το αναθεωρημένο επιχειρηματικό σχέδιο που καταρτίστηκε με βάση τα νέα δεδομένα που δημιουργούν η επικείμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και η πώληση του 49 % των μετοχών του ΔΕΔΔΗΕ. Ο κύριος όγκος των επενδύσεων κατευθύνεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το δίκτυο διανομής ενώ στο μικροσκόπιο της διοίκησης έχουν τεθεί και επενδυτικές προτάσεις στη Νοτιονατολική Ευρώπη, στον τομέα των ΑΠΕ.
Το προηγούμενο business plan προέβλεπε επενδύσεις ύψους 3,4 δισ. ευρώ για την περίοδο 2020 – 2023. Τα έσοδα από την πώληση του «πακέτου» του ΔΕΔΔΗΕ (1,3 δισ. χωρίς να υπολογίζεται το χρέος που αναλαμβάνει ο επενδυτής) και η αύξηση κεφαλαίου κατά 750 εκατ. ευρώ δημιουργούν ένα σημαντικό «πορτοφόλι» στο οποίο προστίθενται τα λειτουργικά κέρδη και οι προσεχείς ομολογιακές εκδόσεις της ΔΕΗ προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το επενδυτικό πλάνο.
Σε έκτακτη γενική συνέλευση θα «κλείσει» η ΑΜΚ και η πώληση μετοχών του ΔΕΔΔΗΕ
Τόσο η αύξηση κεφαλαίου όσο και η πώληση των μετοχών του ΔΕΔΔΗΕ θα «κλείσουν» σε έκτακτη γενική συνέλευση που πρόκειται να συνεδριάσει στις 19 Οκτωβρίου για να επικυρώσει τις αποφάσεις της διοίκησης αναφορικά αφενός με την κατακύρωση του διαγωνισμού για τον ΔΕΔΔΗΕ στην Spear WTE Investments Sarl, μέλος του Macquarie Infrastructure and Real Assets Group και αφετέρου με την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Η οποία σύμφωνα με την επίσημη τοποθέτηση του Υπερταμείου θα οδηγήσει το ποσοστό του Δημοσίου, από 51 % σήμερα σε «μειοψηφικό ποσοστό καθοριστικής σημασίας».
Όπως ανέφεραν πηγές της εταιρείας «με την κεφαλαιακή της ενίσχυση και την υλοποίηση του πλάνου των επενδύσεών της, μια προβληματική πρώην ΔΕΚΟ που το 2019 έφτασε στα πρόθυρα χρεωκοπίας, προχωρά στην ουσιαστική οικονομική εξυγίανσή της. Από τις ζημιές 900 εκατ. το 2018 και 1,6 δισ. το 2019, η ΔΕΗ πέρασε στην κερδοφορία 35,2 εκατ. ευρώ το 2020 και αναμένεται να κλείσει με κέρδη και το 2021, αυξάνοντας σημαντικά την κεφαλαιοποίησή της (που ήταν κάτω των 300 εκατ. στις αρχές του 2019, σε περίπου 2 δισ. σήμερα), καθώς και την πιστοληπτική της ικανότητα».