«Παρά το φθηνότερο πετρέλαιο και τη συνεχή ανάπτυξη των ΗΠΑ, βλέπουμε την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας να συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα πολύ ισχυρό αντίθετο άνεμο» τόνισε η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ μιλώντας σήμερα στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, στην Ουάσιγκτον, με θέμα την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας το 2015.
Η κυρία Λαγκάρντ ανέφερε ότι την ερχόμενη εβδομάδα (20ή Ιανουαρίου) θα παρουσιαστεί επίσημα η έκθεση για την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η παγκόσμια οικονομία και για τις προοπτικές που διαγράφονται.
Σύμφωνα με την επικεφαλής του ΔΝΤ, η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται να ληφθούν αποφάσεις για να αντιμετωπιστούν «μεγάλες πολιτικές προκλήσεις», που πρέπει να βασίζονται «σε πολιτικό θάρρος, αποφασιστική δράση και πολυμερείς αποφάσεις».
Η πρώτη πρόκληση, ανέφερε, είναι «η ενίσχυση της ανάπτυξης και της απασχόλησης στους επόμενους 12 μήνες», η δεύτερη «η επίτευξη πιο περιεκτικής, από κοινού ανάπτυξης» και η τρίτη, «η επίτευξη πιο βιώσιμης, ισόρροπης ανάπτυξης». Πρόσθεσε ότι οι τρεις αυτοί στόχοι «διασυνδέονται βαθιά και αλληλεξαρτώνται. Όλοι είναι σημαντικοί και όλοι απαιτούν ισχυρή ηγεσία και συνεργασία».
Αναφερόμενη στις παγκόσμιες προοπτικές, στους κινδύνους και στις πολιτικές ενέργειες, επεσήμανε ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά» την κατάσταση και ότι «βέβαια, η πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι μια ευπρόσδεκτη τονωτική ένεση για την παγκόσμια οικονομία. Το φθηνότερο πετρέλαιο αυξάνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και την ιδιωτική ζήτηση σε χώρες εισαγωγείς πετρελαίου. Ανάλογα με το πόσο καιρό οι τιμές του πετρελαίου θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, αυτό θα μπορούσε να παρέχει μια θετική συμβολή στην παγκόσμια ανάπτυξη για κάποιο χρονικό διάστημα».
Όσο για την οικονομία των ΗΠΑ, «απέδωσε καλά το 2014 και θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω το τρέχον έτος», όπως είπε, ενώ σε άλλο σημείο της ομιλίας της επεσήμανε ότι «οι ΗΠΑ είναι η μόνη μεγάλη οικονομία που είναι πιθανό να αντιστρέψει την αρνητική τάση το 2015, ενώ άλλες οικονομίες υστερούν εξαιτίας κυρίως της έλλειψης επενδύσεων».
Αναφέρθηκε στις χώρες με «υψηλό χρέος» και «υψηλά επίπεδα ανεργίας», υπογραμμίζοντας ότι «η παγκόσμια ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή, πολύ εύθραυστη και πάρα πολύ μονόπλευρη. Επίσης, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για την ανάκαμψη».
Όσον αφορά τους κινδύνους, σημείωσε την «ασύγχρονη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες και τους γεωπολιτικούς κινδύνους (Ουκρανία, Νιγηρία, Ρωσία, Βενεζουέλα).
Η κυρία Λαγκάρντ υποστήριξε στη συνέχεια ότι «η ανάπτυξη παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα στην ευρωζώνη και την Ιαπωνία» και οι οποίες, όπως επεσήμανε, «παραμένουν κολλημένες σε έναν περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού για μια παρατεταμένη περίοδο». Πρόσθεσε ότι «αυτό το υποτονικό περιβάλλον θα καταστήσει ακόμη πιο δύσκολο, για πολλές χώρες της ευρωζώνης, να μειώσουν την ανεργία και το υπερβολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και έτσι θα αυξηθεί ο κίνδυνος της ύφεσης και του αποπληθωρισμού».
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ τόνισε ότι «στην ευρωζώνη, το φθηνότερο πετρέλαιο συμβάλλει στην περαιτέρω μείωση των πληθωριστικών προσδοκιών, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού. Αυτό ενισχύει την υπόθεση για περαιτέρω νομισματική τόνωση, την οποία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δηλώσει ότι είναι έτοιμη να στηρίξει, όπως απαιτείται».
Η Κριστίν Λαγκάρντ είπε ότι «το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι πως η πτώση των τιμών του πετρελαίου δίνει μια χρυσή ευκαιρία για να μειωθούν οι επιδοτήσεις κατανάλωσης ενέργειας και να χρησιμοποιηθούν οι αποταμιεύσεις για πιο στοχευμένες μεταβιβάσεις για την προστασία των φτωχών – για τις οποίες το ΔΝΤ πιέζει σθεναρά».
Μεταξύ άλλων, ανέφερε επίσης ότι «έξι χρόνια και πλέον μετά την έναρξη της μεγάλης ύφεσης, πάρα πολλοί άνθρωποι ακόμα δεν νιώθουν την ανάκαμψη. Σε πάρα πολλές χώρες, η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και η ανισότητα έχει αυξηθεί. Αυτός είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε μια αποφασιστική ώθηση για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για την ενίσχυση της τρέχουσας και δυνητικής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα. Το 2015 πρέπει να είναι η χρονιά της δράσης».