Να μπει ο κλάδος της υγείας σε μεταρρυθμιστική τροχιά ζήτησε από τον Μάκη Βορίδη, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωσταντίνος Μίχαλος κατά τη διάρκεια του χαιρετισμού του στο ΔΣ του Επιμελητηρίου και τον κάλεσε να επαναφέρει την φερεγγυότητα του Κράτους ώστε «πέρα από την πλήρη εξόφληση των υφιστάμενων χρεών του κράτους προς προμηθευτές από το χώρο της υγείας, η Πολιτεία θα πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά χρεών».
«Γνωρίζουμε ότι έχετε επωμιστεί ένα από τα πλέον απαιτητικά και κρίσιμα χαρτοφυλάκια, αυτό της υγείας. Έχετε αναλάβει το δύσκολο έργο του εξορθολογισμού ενός συστήματος το οποίο παρουσιάζει εδώ και χρόνια, σοβαρά οργανωτικά και διαρθρωτικά προβλήματα: έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού, απουσία διασύνδεσης πρωτοβάθμιας και νοσοκομειακής περίθαλψης, γραφειοκρατία και πελατειακές σχέσεις, αδιαφάνεια ανεξέλεγκτη χρήση διαγνωστικών υπηρεσιών και φαρμάκων και παραοικονομία. Όλα αυτά τα προβλήματα οδήγησαν τα προηγούμενα χρόνια σε διαρκή διόγκωση των δαπανών και ταυτόχρονα σε συνεχή υποβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας. Με άλλα λόγια, καταλήξαμε να επιβαρύνονται με ένα τεράστιο κόστος οι πολίτες – ως ασφαλισμένοι και ως φορολογούμενοι – για υπηρεσίες σχετικά χαμηλού επιπέδου» τόνισε ο κ. Μίχαλος.
Στη συνέχεια ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, σημείωσε: «Δυστυχώς, την τελευταία τριετία κάτω από την πίεση της κρίσης, αγωνιζόμαστε για να διορθωθούν όλα όσα λειτουργούσαν στραβά τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες. Κι αυτή η προσπάθεια γίνεται με τεράστιο κόστος για όλους: για τους ασφαλισμένους και τους ασθενείς, αλλά και για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο. Ο χώρος της υγείας αποτέλεσε τον υπ’ αριθμό ένα στόχο της εφαρμοζόμενης κυβερνητικής πολιτικής, στο πλαίσιο της περικοπής των δημοσίων δαπανών και της μείωσης του ελλείμματος».
Επιπλέον ο κ. Μίχαλος αναφέρθηκε και στον εξορθολογισμό του συστήματος υγείας. «Πάγια θέση του Επιμελητηρίου μας είναι ότι η οικοδόμηση ενός οικονομικά βιώσιμου και αποτελεσματικού εθνικού συστήματος υγείας, δεν μπορεί να στηριχθεί στις οριζόντιες περικοπές δαπανών. Χρειάζεται μια συντονισμένη μεταρρυθμιστική προσέγγιση, η οποία θα εντοπίζει τις πραγματικές εστίες σπατάλης και θα καταπολεμά τα πραγματικά αίτια διόγκωσης των δαπανών. Πρέπει να πάψει η στοχοποίηση συγκεκριμένων κλάδων, με μέτρα που προκαλούν έμφραγμα στη λειτουργία του συστήματος και αφάνταστη ταλαιπωρία στους πολίτες, ενώ οδηγούν σε αδιέξοδο χιλιάδες επιχειρήσεις και εργαζομένους.Έχει προκύψει μέσα από σχετικές έρευνες ότι η επένδυση σε καινοτόμα φάρμακα και ιατροτεχνολογικές λύσεις, μπορεί να αποφέρει μακροχρόνια αθροιστικά οικονομικά οφέλη για τα δημόσια συστήματα υγείας.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ έκανε λόγο και για την αξιοποίηση της τεχνολογίας. «Η αξιοποίηση των λύσεων που προσφέρει η τεχνολογία είναι απαραίτητη, όχι μόνο για το νοικοκύρεμα των δαπανών, αλλά και την υγιή ανάπτυξη της αγοράς. Είναι ένα βήμα σημαντικό για την αντιμετώπιση της αδιαφάνειας, της σπατάλης, της καχυποψίας και βεβαίως της μάστιγας των ανεξόφλητων οφειλών προς τους προμηθευτές. Εφαρμογές όπως ο Ηλεκτρονικός Φάκελος Υγείας και το Ηλεκτρονικό Μητρώο Ιατροτεχνολογικών Προϊόντων πρέπει να εφαρμοστούν πλήρως. Ακόμη πιο σημαντικό είναι να ξεπεραστούν τα εμπόδια που δημιουργούν οι γνωστές παθογένειες του δημόσιου τομέα. Η αντίσταση απέναντι σε νέες αντιλήψεις και δομές, η προσκόλληση σε συστήματα που ευνοούν την αδιαφάνεια και την έλλειψη αξιολόγησης, η αδράνεια και η αδιαφορία. Θεωρούμε η Πολιτεία θα πρέπει να στηρίξει την ανάδειξη της Ελλάδας σε προορισμό επιλογής, για τη διεξαγωγή κλινικών ερευνών και για την παραγωγή φαρμάκων. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι σημαντικό να αξιοποιηθεί η τεχνογνωσία και η διεθνής εμπειρία των φαρμακευτικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Η κλινική έρευνα, εκτός από βασικό μοχλό επιστημονικής και κοινωνικής προόδου, είναι και μια σημαντική επένδυση. Μια επένδυση η οποία προσελκύει κεφάλαια, εισάγει ερευνητική τεχνογνωσία και δημιουργεί υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Ανάλογες προοπτικές δημιουργεί και η ανάπτυξη της παραγωγής φαρμάκων για τη διεθνή αγορά, από μονάδες εγκατεστημένες στην Ελλάδα. Προοπτικές για την ενίσχυση της απασχόλησης, για τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου της χώρας, για την τόνωση τοπικών οικονομιών».
Παράλληλα, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ αναφέρθηκε και στους πόρους του ΕΣΠΑ 2014 – 2020.
«Πρέπει να διατεθούν πόροι στο πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ, με στόχο να στηριχθεί η ανάπτυξη αλλά και η αξιοποίηση της καινοτομίας, στο χώρο της υγείας. Τόσο στο φαρμακευτικό όσο και στον ιατροτεχνολογικό κλάδο, υπάρχουν δυναμικές επιχειρήσεις. Αυτές χρειάζονται στήριξη, μέσα από σύγχρονους μηχανισμούς χρηματοδότησης, δικτύωσης και ανάπτυξης της εξωστρέφειάς τους.
Τέλος, ο κ. Μίχαλος υπογράμμισε πως το κράτος θα πρέπει το κράτος να ξανακερδίσει την χαμένη του αξιοπιστία. «Άφησα για το τέλος ένα από τα σημαντικότερα ζητούμενα: την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους απέναντι στους προμηθευτές του, απέναντι στις επιχειρήσεις που λειτουργούν, παράγουν και φορολογούνται στη χώρα, απέναντι στους επενδυτές που καλούνται να εμπιστευθούν εδώ τα κεφάλαιά τους. Πέρα από την πλήρη εξόφληση των υφιστάμενων χρεών του κράτους προς προμηθευτές από το χώρο της υγείας, η Πολιτεία θα πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά χρεών. Οι καταστάσεις που βιώσαμε στο πρόσφατο παρελθόν, με την υποχρεωτική έκδοση ομολόγων και το μετέπειτα κούρεμά τους, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Γιατί αυτά τα φαινόμενα δεν πλήττουν απλώς έναν επιχειρηματικό κλάδο. Πλήττουν συνολικά την εικόνα της χώρας και υπονομεύουν την προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας. Ποιά εταιρεία θα συνεχίσει να επενδύει στη χώρα μας, ποια εταιρεία θα προσφέρει καινοτόμα φαρμακευτικά προϊόντα που αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής, γνωρίζοντας ότι δεν θα πληρώνεται για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προμηθεύει στο κράτος; Πόσοι θα τολμήσουν, γενικότερα, να αναλάβουν επενδυτικές πρωτοβουλίες στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί η επένδυσή τους να κινδυνεύσει από μια απόφαση του κράτους; Πιστεύουμε ότι σήμερα, η χώρα χρειάζεται ένα σύστημα υγείας το οποίο θα θέτει στο επίκεντρο τον ασθενή και ταυτόχρονα θα λειτουργεί με γνώμονα τη διαρκή βελτίωση της σχέσης κόστους – οφέλους. Ως εκπρόσωποι της επιχειρηματικής κοινότητας είμαστε διατεθειμένοι να συμβάλουμε προς αυτή την κατεύθυνση, προσφέροντας την εμπειρία, την τεχνογνωσία μας, συμμετέχοντας υπεύθυνα και ουσιαστικά στο δημόσιο διάλογο».