«Η Ελλάδα, όσον αφορά την φορολόγηση ακίνητης περιουσίας έχει την πέμπτη υψηλότερη επαναλαμβανόμενη φορολογία (ΕΝΦΙΑ, ΦΑΠ κλπ.), με φορολογικά έσοδα ισοδύναμα του 1,4% του ΑΕΠ του 2012, από 0,4% πριν την κρίση. Το σύνολο των επιβαρύνσεων από την ακίνητη περιουσία ανέρχεται στο 2,1% του ΑΕΠ, όταν προστίθενται τα φορολογικά έσοδα από μεταβιβάσεις, συναλλαγές κ.λπ», αναφέρεται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Alpha Bank.
«Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δεν είναι λοιπόν παράξενο που υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις, καθώς η φορολογία με τον ΕΝΦΙΑ, από φορολογία σε επιμέρους ακίνητα μετατράπηκε σε φορολογία με δημευτικό χαρακτήρα επί της συνολικής ακίνητης περιουσίας. Και αυτό συμβαίνει διότι, πέραν όλων των άλλων, επιδιώκεται να εφαρμοσθεί και σε μια συγκυρία όπου η απόδοση της περιουσίας όχι μόνο συνεχώς μειώνεται, αλλά ταυτόχρονα ήδη υπερφορολογείται ενώ μεγάλο μέρος του πλούτου, όπως είναι η ακίνητη περιουσία, είτε δεν έχει απόδοση (για να πληρωθούν οι φόροι) είτε δεν μπορεί καν να ρευστοποιηθεί», εκτιμούν οι αναλυτές της Alpha Bank.
«Απαιτείται επαναφορά του ΕΝΦΙΑ σε σωστή βάση (φόρος σε επιμέρους ακίνητα) και κατάργηση του “συμπληρωματικού” φόρου, που είναι και ο μεγάλος ένοχος στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, πέραν των απαλλαγών που έχουν δοθεί στις αγροτικές περιοχές και το γεγονός ότι επιβάλλεται σε αντικειμενικές αξίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τις πραγματικές. Ο νόμος, όπως είναι, δεν επιδέχεται διόρθωση και η λύση δεν είναι, βεβαίως, να αυξηθεί το αφορολόγητο και να μετακυλισθεί η διαφορά στον συμπληρωματικό φόρο. Η λογική της αναμόρφωσης του νόμου δεν μπορεί να είναι η μετακύλιση φορολογικού βάρους στους γνωστούς “άλλους”. Εάν, όμως, δεν δραστηριοποιηθεί και πάλι η αγορά ακινήτων, όπως φαντάζει πλέον πολύ πιθανό, η οικονομία θα αρχίσει να χάνει την δυναμική της και η επερχόμενη ανάκαμψη μπορεί να εκτροχιασθεί», αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας.