Έμμεσο μήνυμα στα πολιτικά κόμματα να διασφαλίσουν ως «κόρη οφθαλμού» την πολιτική ομαλότητα στέλνει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) μέσω της δεύτερης τριμηνιαίας έρευνάς του για την ελληνική οικονομία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα. Το ΙΟΒΕ αναμένει ότι το 2014 η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 0,7%, ενώ εστιάζει στον νέο κρίσιμο κύκλο διαπραγμάτευσης με την τρόικα το φθινόπωρο, αλλά και στην κρισιμότητα των stress tests.
Το Ίδρυμα εκτιμά πως στο σύνολο του έτους το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 0,7% και περιλαμβάνει στους βασικότερους παράγοντες που θα καθορίσουν την τάση της οικονομικής δραστηριότητας τη δυναμική της διεθνούς τουριστικής κίνησης, για την οποία εκτιμά ότι θα συνεχιστεί και κλιμακωθεί κατά την περίοδο των θερινών διακοπών. Ακόμη, προβλέπει πως και η ήπια άνοδος της κατανάλωσης των νοικοκυριών που σημειώθηκε στο αρχικό τρίμηνο φέτος αναμένεται να συνεχιστεί, τουλάχιστον κατά τα δύο επόμενα τρίμηνα. Στη διατήρησή της σε ανοδική τροχιά θα συμβάλλουν η μικρή αύξηση της απασχόλησης, ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες σε εποχικές δραστηριότητες στον ευρύτερο τομέα του τουρισμού, η περαιτέρω υποχώρηση της αβεβαιότητας μετά την ολοκλήρωση του εκλογικού κύκλου, καθώς και η συνεχιζόμενη πτώση των τιμών, αν και με χαμηλότερο ρυθμό στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.
«Η ολοκλήρωση του εκλογικού κύκλου, χωρίς ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις ή ανατροπές, επιτρέπει τη συνέχιση της δημοσιονομικής πολιτικής και κυρίως των μεταρρυθμίσεων στη δομή και τη λειτουργία του κράτους, καθώς και των διαρθρωτικών αλλαγών σε αγορές προϊόντων – υπηρεσιών, οι ρυθμοί υλοποίησης των οποίων επιβραδύνθηκαν σημαντικά κατά την προεκλογική περίοδο», σημειώνεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ χρονικό διάστημα το οποίο μεσολαβεί μέχρι την επόμενη αξιολόγηση από την τρόικα είναι μικρό, γεγονός που συνεπάγεται ότι πρέπει να γίνει με γοργούς ρυθμούς η σχετική προετοιμασία, στην οποία περιλαμβάνεται η ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων ενεργειών. Υπογραμμίζουν δε πως οι διαπραγματεύσεις κατά την επόμενη αξιολόγηση του προγράμματος οικονομικής πολιτικής θα εστιάσουν κυρίως στην οριστικοποίηση των δημοσιονομικών μέτρων για την περίοδο 2015-2017, όπως επίσης στην εξέταση της ύπαρξης «χρηματοδοτικού κενού» και στους δυνητικούς τρόπους κάλυψής του.
Σε ότι αφορά την ύπαρξη ή όχι πρόσθετων χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού κράτους μεσοπρόθεσμα και τον τρόπο κάλυψής τους, το ΙΟΒΕ υποστηρίζει πως οι περυσινές δημοσιονομικές επιδόσεις ενισχύουν τη διαπραγματευτική της θέση κατά την προσεχή αξιολόγηση για την παροχή νέων διευκολύνσεων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, στο πλαίσιο της απόφασης του Eurogroup της 26/11/2012 (πχ. προς τα πίσω μετάθεση έναρξης ολοκλήρωσης πληρωμής τόκων και δανειακού κεφαλαίου, μείωση επιτοκίων).
«Η ανάδειξη ύπαρξης μικρών ή και μηδενικών πρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών του τραπεζικού συστήματος από τα stress tests της ΕΚΤ στα τέλη του 2014, ενδεχόμενο αρκετά πιθανό, θα δώσει τη δυνατότητα, κατόπιν κατάλληλων χειρισμών, διοχέτευσης του υπόλοιπου ομολόγων του ESM που διακρατεί το ΤΧΣ για την κεφαλαιακή θωράκισή τους, στην αντιμετώπιση του χρηματοδοτικού κενού», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Για τον τραπεζικό κλάδο το ΙΟΒΕ αναφέρει πως η διενέργεια των stress tests από την ΕΚΤ θα τον επηρεάσει έστω βραχυπρόθεσμα. Όπως σημειώνει η πραγματοποίηση κερδών από την πλειονότητα των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών το 2013 και η καλύτερη της αναμενόμενης δημοσιονομική επίδοση, επενέργησαν καταλυτικά στην επιστροφή τους μετά από τέσσερα χρόνια στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, την πλέον σημαντική πηγή άντλησης ρευστότητας. Στο πλαίσιο αυτό σημειώνει πως προκειμένου να μην εμφανιστούν ή να περιοριστούν δυνητικοί παράγοντες εξασθένισης της ευρωστίας των τραπεζών, αναμένεται η διατήρηση της εφαρμοζόμενης τα τελευταία χρόνια, αυστηρής πιστοδοτικής πολιτικής προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των stress tests της ΕΚΤ.
Τέλος, το ΙΟΒΕ προειδοποιεί πως ανεξάρτητα από το μείγμα δημοσιονομικών μέτρων το οποίο θα αποφασιστεί για τα επόμενα χρόνια, στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους αναμένονται πρόσθετες σε σύγκριση με πέρυσι δημοσιονομικές πιέσεις μέσω των νέων μειώσεων στις επικουρικές συντάξεις και της αύξησης της παρακράτησης φόρου εισοδήματος στους συνταξιούχους, της μεγαλύτερης συσσώρευσης φορολογικών υποχρεώσεων (ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος) και των αλλαγών στο φορολογικό σύστημα (πχ. φορολόγηση ως νομικά πρόσωπα φορολογουμένων που μέχρι το 2013 φορολογούνταν ως φυσικά πρόσωπα, κατάργηση φοροαπαλλαγών).