«Πρέπει να πέσω στα γόνατα;» ρώτησε η Κριστίν Λαγκάρντ τον Άντριου Μαρ, δημοσιογράφο του BBC. Η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εξέφρασε με τον τρόπο αυτό τη λύπη της για τις λανθασμένες προβλέψεις του ΔΝΤ σχετικά με τα πρόσφατα οικονομικά αποτελέσματα της Βρετανίας, καθώς και για την κριτική που άσκησε το Ταμείο κατά του πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον και της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθεί. Εγκρίνοντας πλέον τη βρετανική λιτότητα, η Λαγκάρντ εξέφρασε την εμπιστοσύνη της για την οικονομική προοπτική της χώρας.
Η απολογία της είναι χωρίς αμφιβολία πρωτοφανής και θαρραλέα, γράφει σήμερα η γαλλική Le Monde. Σύμφωνα με τον Ασόκα Μόντι, όμως, καθηγητή διεθνούς οικονομικής πολιτικής στο Πρίνστον και πρώην υποδιευθυντή του ΔΝΤ, η υποχώρηση στις πιέσεις της Βρετανίας πλήττει την ανεξαρτησία του Ταμείου.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, το οποίο αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, το τελευταίο απέφυγε να αναλάβει τις ευθύνες του σε πολύ σοβαρότερες περιπτώσεις, όπως όταν απέτυχε να προβλέψει τη μεγάλη κρίση του Μεξικού την περίοδο 1994-1995 ή τον κίνδυνο κατάρρευσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, το 2008.
Δεδομένου ότι το ΔΝΤ είναι ο θεματοφύλακας της οικονομικής σταθερότητας του πλανήτη, η ανικανότητά του να προβλέψει και να αποτρέψει συνιστά πολύ σοβαρότερο παράπτωμα από τη θέση του για τη λιτότητα στη Βρετανία. Για τα λάθη του παρελθόντος, που έβλαψαν πολύ κόσμο, το Ταμείο δεν έχει απολογηθεί ποτέ.
Σε μια ομιλία που εκφώνησε τον Σεπτέμβριο του 2003 στην Κουάλα Λουμπούρ, ο πρώην γενικός διευθυντής του ΔΝΤ Χορστ Κέλερ αναγνώρισε ότι οι προσωρινοί έλεγχοι των κεφαλαίων μπορούν να παράσχουν μεγαλύτερη ευλυγισία απέναντι στην είσοδο κεφαλαίων από τον υπόλοιπο κόσμο. Ομολόγησε έτσι εμμέσως ότι το ΔΝΤ κακώς επέκρινε τη Μαλαισία όταν επέβαλε τέτοιους ελέγχους στη διάρκεια της ασιατικής κρίσης, το 1997-1998. Η χώρα αυτή επέλεξε να μη ζητήσει τη βοήθεια του ΔΝΤ και τα έβγαλε πέρα εξίσου καλά με χώρες που έκαναν το αντίθετο.
Η επιβολή ελέγχων στα κεφάλαια από τη Μαλαισία ήταν μια αμφιλεγόμενη απόφαση. Ενώ το ΔΝΤ διαφωνούσε, εξέχοντες οικονομολόγοι όπως ο Πολ Κρούγκμαν εξέφραζαν τη συμφωνία τους. Στην ομιλία του, ο Κέλερ είπε ότι έλαβε υπόψη του αυτό το στοιχείο και θα το ενσωματώσει στις επόμενες οδηγίες του.
Στη σημερινή κρίση, οι οικονομολόγοι επιβεβαίωσαν αυτό που προβλέπουν τα εγχειρίδια οικονομίας: όσο πιο σοβαρή είναι η λιτότητα, τόσο ισχυρότερο είναι το φρένο στην ανάπτυξη. Δύο οργανισμοί όμως που εδρεύουν στην Ευρώπη είχαν αντίθετη άποψη: ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πίστευαν στις μαγικές ιδιότητες της λιτότητας.
Κι όμως, μεταξύ των οικονομιών του G7, μόνο η Ιταλία πήγε χειρότερα από τη Βρετανία. Το ΑΕΠ της τελευταίας μόλις και μετά βίας επέστρεψε στα επίπεδα του 2008, εμφανίζοντας καθυστέρηση ακόμη και σε σχέση με τη Γαλλία. Το γεγονός αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό αν λάβει κανείς υπόψη ότι η κρίση στη Βρετανία ήταν μάλλον ήπια. Η ανάκαμψη θα έπρεπε λοιπόν να είναι ταχεία. Αλλά η ανώφελη λιτότητα που ακολούθησε η κυβέρνηση Κάμερον την εμπόδισε.
Το ΔΝΤ είχε λοιπόν άδικο διπλά, τονίζει η Le Monde και συνεχίζει: Το να αμφισβητείς μια επιστημονική απόδειξη είναι έτσι κι αλλιώς κακή ιδέα, γίνεται όμως ακόμη χειρότερη όταν είσαι μια οργάνωση που στηρίζεται στην αξιοπιστία της. Και το να επιδοκιμάζεις μια λανθασμένη πολιτική δείχνει ότι υπακούς σε έναν από τους βασικούς σου μετόχους. Προκύπτει λοιπόν ένα θεμελιώδες ερώτημα: για ποιους λόγους και για ποιον υπάρχει το ΔΝΤ;