Απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας που δημοσιεύθηκε σήμερα στο ΦΕΚ προβλέπει τους τρόπους με τους οποίους θα αντιμετωπίζουν στο μέλλον οι τράπεζες τις επιπτώσεις από τις καθυστερήσεις πληρωμών και την υπερχρέωση φυσικών και νομικών προσώπων.
Με την απόφαση η Εκτελεστική Επιτροπή της Τράπεζας της Ελλάδας θέτει το «Πλαίσιο εποπτικών υποχρεώσεων για τη διαχείριση των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων» το οποίο περιλαμβάνει τη μερική διαγραφή χρεών, την παροχή πρόσθετης εξασφάλισης από τον δανειολήπτη, την πώληση και ενοικίαση του ακινήτου η οποία μπορεί να συνοδεύεται με παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος, κ.α.. Η απόφαση η Εκτελεστική Επιτροπή της Κεντρικής Τράπεζας έχει λάβει υπόψη και τις παρατηρήσεις καταναλωτικών ενώσεων.
Η πράξη προβλέπει τα εξής:
(α) Την καθιέρωση ανεξάρτητης, οργανωτικά, λειτουργίας διαχείρισης των σε καθυστέρηση και μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων,
(β) Τη θέσπιση χωριστής καταγεγραμμένης στρατηγικής διαχείρισης των ως άνω ανοιγμάτων, η υλοποίηση της οποίας θα υποστηρίζεται από τα κατάλληλα μηχανογραφικά συστήματα και διαδικασίες,
(γ) Την καθιέρωση περιοδικής υποβολής αναφορών προς τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος και την Τράπεζα της Ελλάδος.
Επίσης κάθε πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να περιλαμβάνει ικανοποιητικό αριθμό εναλλακτικών τύπων/πλαισίων ρύθμισης και οριστικής διευθέτησης με σκοπό την κατά περίπτωση αξιολόγηση κάθε δανειολήπτη. Και θα πρέπει να προβλέπει πολιτικοποιημένους στόχους για τη συστηματική μέτρηση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της διαχείρισης των σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανά κατηγορία ανοίγματος και ανά στάδιο καθυστέρησης.
Τύποι ρυθμίσεων
Βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις
Πρόκειται για ρυθμίσεις με διάρκεια μικρότερη των πέντε ετών και επιλέγονται συνήθως σε περιπτώσεις που οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται βάσιμα προσωρινές. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Μόνο τόκοι: Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου, καταβάλλονται μόνο τόκοι.
(β) Μειωμένες δόσεις: Μειώνεται το ποσό των τοκοχρεολυτικών δόσεων αποπληρωμής (το νέο ποσό δόσης ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από το ποσό δόσης το οποίο θα αντιστοιχούσε σε ρύθμιση μόνο τόκων) για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο.
(γ) Περίοδος Χάριτος: Παρέχεται στον δανειολήπτη η δυνατότητα προκαθορισμένης περιόδου αναστολής πληρωμών.
(δ) Αναβολή πληρωμής δόσης/εων: Παρέχεται στον δανειολήπτη συμβατικά η δυνατότητα να μεταφέρει χρονικά μία δόση του δανείου.
(ε) Τακτοποίηση καθυστερούμενου υπολοίπου: Τακτοποίηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, συνήθως μέσω συμφωνίας ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και διατήρηση της απαίτησης για το άληκτο υπόλοιπο.
(στ) Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών: κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
Μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις:
Αφορά ρυθμίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών με στόχο τη μείωση της δόσης, σε συνδυασμό, με αύξηση του αριθμού τους και παράταση του χρόνου αποπληρωμής, λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου.
(β) Αλλαγή τύπου επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό ή αντίστροφα.
(γ) Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, δηλαδή της ημερομηνίας της τελευταίας συμβατικής καταβολής δόσης αυτού.
(δ) Διαχωρισμός της χορήγησης. Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα συμφωνεί να διαχωρίσει ένα π.χ. ενυπόθηκο δάνειο δανειολήπτη σε δύο τμήματα:
i. ένα ενυπόθηκο δάνειο το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής αυτού και
ii. στο υπόλοιπο τμήμα του αρχικού δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα με ρευστοποίηση περιουσίας ή με άλλου είδους διευθέτηση η οποία συμφωνείται εξαρχής από τα δύο μέρη.
(ε) Μερική διαγραφή χρεών. Αυτή η επιλογή προβλέπει την οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος ώστε να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί ομαλά.
(στ) Πρόσθετη εξασφάλιση από τον δανειολήπτη στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ευνοϊκότερης για τον δανειολήπτη ρύθμισης.
(ζ) Λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης. Αλλαγή της διοίκησης αυτής όταν οι πιστώτριες τράπεζες θεωρούν την επιχείρηση βιώσιμη υπό προϋποθέσεις, αλλά η υφιστάμενη διοίκηση δεν συνεργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Η συγκεκριμένη επιλογή δεν συνιστά από μόνη της τύπο ρύθμισης για τους σκοπούς αναφορών της παρούσας (απόφασης), αλλά δύναται να συνδυάζεται με τις υπόλοιπες επιλογές ρύθμισης.
(η) Συμφωνίες ανταλλαγής χρέους με μετοχικό κεφάλαιο. Εφαρμόζεται σε αναδιαρθρώσεις εταιρειών, όπου μέρος του χρέους μετατρέπεται σε μετοχικό κεφάλαιο και το πιστωτικό ίδρυμα καθίσταται μέτοχος της επιχείρησης, ώστε το υπόλοιπο του χρέους να μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις προβλεπόμενες ταμειακές ροές του δανειολήπτη.
Οριστική διευθέτηση
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους συμβατικής σχέσης μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος έναντι του δανειολήπτη.
Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική ή υποχρεωτική) της εμπράγματης εξασφάλισης στο πιστωτικό ίδρυμα προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμη και με ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς κάλυψη της απαίτησης. Ενδεικτικά προτείνονται οι εξής λύσεις-επιλογές:
(α) Εθελοντική παράδοση ενυπόθηκου ακινήτου, χωρίς να απαιτηθεί προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος. Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(β) Μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση. Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα υπογράφοντας σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης και χρήσης για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο (συνήθως πέντε έτη).
(γ) Πώληση και ενοικίαση. Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στην τράπεζα είτε σε τρίτο. Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται από παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος (συνήθως για ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Στη συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(δ) Μεταβίβαση – πώληση του δανείου/αναπροσαρμοσμένο υπόλοιπο, σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα.
(ε) Ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας. Συμφωνία που επιτρέπει σε δανειολήπτη με οικονομικές δυσκολίες που έχει υποθηκευμένη την κύρια κατοικία του ή την επαγγελματική του στέγη να την πωλήσει αγοράζοντας νέα χαμηλότερης αξίας.
(στ) Διαχείριση σε εκκαθάριση. Ορίζεται η κατάσταση στην οποία η απαίτηση της τράπεζας αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας.
(ζ) Ρευστοποίηση εξασφαλίσεων. Ορίζεται η κατάσταση στην οποία το πιστωτικό ίδρυμα, έχοντας καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, εκκινεί διαδικασίες ρευστοποίησης των εξασφαλισμένων για την ικανοποίηση της απαίτησής του.
(η) Δικαστικές/Νομικές Ενέργειες: Ορίζονται οι ενέργειες οριστικής διευθέτησης που μπορεί να λαμβάνονται σε περίπτωση απουσίας ή εξάντλησης των εξασφαλίσεων και αφορούν την εκκίνηση δικαστικών ενεργειών έναντι περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη για την κάλυψη των απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος.
Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η αναβάθμιση των συστημάτων και η ολοκλήρωση των λειτουργικών απαιτήσεων (σχεδιασμός τύπων ρύθμισης, σχεδιασμός μεθοδολογιών αξιολόγησης, κλπ).
Η εν λόγω Πράξη τίθεται σε εφαρμογή από την 31η Δεκεμβρίου του 2014, κατ’ εξαίρεση πάντως οι απαιτήσεις που αφορούν τη σύσταση από τα Πιστωτικά Ιδρύματα του Διοικητικού Οργάνου για την παρακολούθηση των καθυστερήσεων (ΔΟΚ) και την καταγραφή της στρατηγικής διαχείρισης των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΣΔΚ) θα πρέπει να έχουν υλοποιηθεί μέχρι 30 Ιουνίου 2014.