«Την προηγούμενη εβδομάδα η Κριστίν Λαγκάρντ ζήτησε συγγνώμη από την Βρετανία. Τι κρίμα που η επικεφαλής του Δ.Ν.Τ δεν προχώρησε σε παρόμοια αβροφροσύνη προς την Ελλάδα. Καμία ζημιά δεν προκλήθηκε από την χοντροκομμένη προειδοποίηση του Ταμείου προς την βρετανική κυβέρνηση ότι παίζει με την φωτιά επειδή εφάρμοζε τη δική της στρατηγική μείωσης του ελλείμματος, αφού εν τέλει αποδείχθηκε πως η Βρετανία εισήλθε σε μία αξιοθαύμαστη ανάκαμψη. Όμως, τα λάθη του Δ.Ν.Τ στην Ελλάδα είχαν πραγματικές επιπτώσεις» γράφει γνωστός αρθρογράφος της εφημερίδας Wall Street Journal.
Η εφημερίδα φιλοξενεί εκτενές άρθρο με τίτλο: «Πού είναι η συγγνώμη του Δ.Ν.Τ προς την Ελλάδα;».
«Η άρνηση του Ταμείου να δεχθεί ότι η Ελλάδα θα επετύγχανε πρωτογενές πλεόνασμα εντός του 2013 οδήγησε σε επτάμηνη καθυστέρηση της εκταμίευσης σημαντικών δόσεων του προγράμματος, με επακόλουθο την καθυστέρηση της επιστροφής της χώρας στις αγορές, επιστροφή που πυροδότησε την τόνωση της εμπιστοσύνης. Πράγματι, αν η Αθήνα είχε ενδώσει στις απαιτήσεις του Δ.Ν.Τ για επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα για την κάλυψη του φανταστικού ελλείμματος, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως η χώρα θα ήταν αντιμέτωπη με τον έβδομο διαδοχικά χρόνο ύφεσης».
Όπως λέει χαρακτηριστικά ο αρθρογράφος πάντως «ακόμη όμως και αν το Δ.Ν.Τ δεν μπόρεσε να αρθρώσει τη λέξη που αρχίζει από «Σ», η τελευταία έκθεσή του για το ελληνικό πρόγραμμα φέρει σημάδια μετάνοιας. Γίνεται λόγος για «σημαντική πρόοδο προς την εξισορρόπηση της οικονομίας», ενώ αναγνωρίζεται ως «εξαιρετικό επίτευγμα διεθνώς» η μετατροπή της ασθενέστερης κυκλικά προσαρμοσμένης θέσης στην ευρωζώνη σε ισχυρότερη, μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια.
«Η αναγνώριση αυτή της προόδου της Ελλάδας είναι δικαιολογημένη» λέει ενώ αποδίδει και εύσημα στον πρωθυπουργό, Α. Σαμαρά.
Ενώ στρέφει τα βέλη του προς το ΣΥΡΙΖΑ. «Το σημαντικότερο είναι ότι η Ελλάδα επιβίωσε από τον μεγαλύτερο άμεσο κίνδυνο για την ανάκαμψη. Η αποτυχία του ριζοσπαστικού ΣΥΡΙΖΑ να καταγράψει αποφασιστική νίκη στις ευρωεκλογές ενίσχυσε την κυβέρνηση συνασπισμού, αυξάνοντας τις πιθανότητες επιβίωσής της, τουλάχιστον μέχρι την εκλογή νέου Προέδρου το 2015, πιθανότατα και μετά από αυτήν. Το γεγονός αυτό αγοράζει χρόνο για την κυβέρνηση ώστε να επιταχύνει τα φιλόδοξα προγράμματα δομικών μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων. Η απόφαση του κ. Σαμαρά να τοποθετήσει ως υπουργό Οικονομικών έναν σεβαστό τεχνοκράτη στέλνει μήνυμα ότι η κυβέρνηση γνωρίζει τις σκληρές αποφάσεις που πρέπει να λάβει χωρίς πολιτικές παρεμβολές» γράφει.
Ακόμη και έτσι, το Δ.Ν.Τ σωστά επισημαίνει ΄’οτι η μακροπρόθεσμη προοπτική της Ελλάδας εξαρτάται από την υγεία του τραπεζικού τομέα. Το Ταμείο προβληματίζεται αν οι κεφαλαιακές ανάγκες 5,8 δισ. ευρώ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, όπως προέκυψαν από τα τεστ αντοχής της ΤτΕ, είναι επαρκείς για να επιτρέψουν στο τραπεζικό σύστημα να αντέξει πιθανές ζημιές, δεδομένων των μη αξυπηρετούμενων δανείων που ανέρχονται στο 35% του συνόλου, ή στο ένα τρίτο του ΑΕΠ. Το Δ.Ν.Τ παρουσίασε την δική του ανάλυση, εκτιμώντας τις κεφαλαιακές ανάγκες αυξημένες κατά 6 δισ. ευρώ. Ωστόσο τον σκεπτικισμό του Ταμείου δεν συμμερίζονται οι ξένοι επενδυτές, που έρριξαν 8,5 δισ. στις ελληνικές τράπεζες διευκολύνοντας την έκδοση ομολογιακών δανείων.
Το ποιός έχει δίκιο εξαρτάται από το αν οι τράπεζες διαχειριστούν γρήγορα τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αναδιαρθρώνοντας τα δάνεια των βιώσιμων επιχειρήσεων ώστε αυτές να μπορέσουν να επενδύσουν και να αναπτυχθούν και ρευστοποιώντας τις μη βιώσιμες ώστε οι πόροι που θα απελευθερωθούν να επενδυθούν παραγωγικότερα. Μέχρι τώρα, οι τράπεζες δίσταζαν να το κάνουν. Ένας λόγος ήταν η αδυναμία τους να αντέξουν τις ζημιές. Επίσης, οι τράπεζες υποψιάζονταν ότι πολλές από τις αδυναμίες αποπληρωμής ήταν «στρατηγικές». Στο αποκορύφωμα του φόβου για ένα Grexit, πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις σταμάτησαν να εξυπηρετούν τα δάνειά τους και συσσώρευαν μετρητά. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση απαγόρευσε τους πλειστηριασμούς κατοικιών, ενώ οι δικαστικές προσφυγές κατά επιχειρήσεων θα διαρκούσαν χρόνια. Οι τράπεζες πόνταραν ότι τηρώντας στάση αναμονής θα πετύχαιναν υψηλότερα επιτόκια.
Αυτό είναι και το στοίχημα των επενδυτών σήμερα. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν συστήσει τις δικές τους «κακές τράπεζες», με στόχο να επανακτήσουν γρήγορα όσο μεγαλύτερο ποσοστό αξιών από αυτά τα προβληματικά στοιχεία. Μετά την ανακεφαλαιοποίησή τους, διαθέτουν επάρκεια για να διαγράψουν τουλάχιστον το 52% των προβληματικών δανείων, αφού είναι τώρα από τις ισχυρότερες της Ευρώπης. Οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι μπορούν να απορροφήσουν πιθανές ζημιές αφού περιμένουν κέρδη ως αποτέλεσμα της μείωσης του κόστους χρηματοδότησης, του ανταγωνισμού και των δραστηριοτήτων τους. Αυτό εξαρτάται από τρεις προϋποθέσεις.
Η πρώτη είναι η κυβέρνηση να τηρήσει τη δέσμευσή της να άρει την απαγόρευση των πλειστηριασμών στο τέλος του έτους και να νομοθετήσει ένα αυστηρότερο πτωχευτικό δίκαιο τον Οκτώβριο. Αυτό θα δώσει στις τράπεζες ισχύ να ωθήσουν οφειλέτες σε χρεοκοπία. Με τη σειρά του αυτό θα δώσει κίνητρο στους δανειολήπτες να αναζητήσουν συμβιβασμούς με τις τράπεζες.
Η δεύτερη είναι ότι οι τράπεζες μπορούν να εκκαθαρίσουν τα χαρτοφυλάκιά τους χωρίς να προκαλέσουν καταστροφικές μειώσεις των τιμών των ακινήτων. Οι τράπεζες θεωρούν ότι αυτό μπορεί να γίνει, βασιζόμενες στην κατανόηση της ψυχολογίας των Ελλήνων δανειοληπτών όταν αντιμετωπίζουν την απώλεια της κατοικίας τους. Ο λόγος δανείων προς αξίες παραμένει χαμηλός, παρά την πτώση κατά 30% των τιμών των ακινήτων, γεγονός που δίνει στους δανειολήπτες κίνητρο να αποφεύγουν την κατάσχεση.
Η τρίτη είναι ότι οι καταθέσεις που εξαφανίστηκαν στο εξωτερικό και κάτω από τα στρώματα είναι διαθέσιμες για την αποπληρωμή των χρεών. Περίπου 90 δισ. ευρώ αποσύρθηκαν μεταξύ 2010 και 2012. Μήπως όμως οι δανειολήπτες αποθαρρυνθούν να επαναπατρίσουν τα χρήματά τους, φοβούμενοι τον έλεγχο που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε αμετάκλητες ποινές; Κάποιοι τραπεζίτες θεωρούν ότι χωρίς αμνηστία μικρό μόνον ποσό θα επαναπατριστεί, όμως η τρόικα εξακολουθεί να το αποκλείει, τουλάχιστον μέχρις ότου ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός να γίνει τόσο ισχυρός, ώστε να μεγιστοποιεί τις εισπράξεις και να ελαχιστοποιεί τον ηθικό κίνδυνο.
Κατά τους προσεχείς μήνες, θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει ποιος έχει δίκιο. Αν έχει δίκιο το Δ.Ν.Τ και οι τράπεζες είναι υπεραισιόδοξες για τις δυνατότητές τους να επανακτήσουν μέρος των κακών δανείων, τότε η έλλειψη ρευστότητας θα συνεχιστεί, βλάπτοντας την ανάκαμψη. Αν όμως οι τράπεζες – και οι επενδυτές – έχουν δίκιο, τότε τα στοιχεία ενεργητικού θα βελτιώνονται ταχύτατα, όσο επιστρέφει η εμπιστοσύνη. Τα κακά δάνεια θα αναδιαρθρωθούν γρήγορα, ο τραπεζικός δανεισμός θα επαναρχίσει, η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί – καθιστώντας αναπόδραστη την ανάγκη του Δ.Ν.Τ να απολογηθεί».