Συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας ζητά ο απερχόμενος Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος στην τελευταία του Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που κατέθεσε σήμερα στη Βουλή.
Η έκθεση αναφέρει πως αν συνεχιστεί η έως τώρα τάση μέχρι το τέλος του έτους, το ΑΕΠ το 2014 θα παρουσιάσει αύξηση περί το 0,5%, τονίζεται χαρακτηριστικά. Ακόμη αναφέρει πως η κατανάλωση, που αποτελεί τη σημαντικότερη συνιστώσα του ΑΕΠ, παρουσιάζει ενδείξεις σταθεροποίησης, ενώ θετική αναμένεται να είναι και η συμβολή του εξωτερικού ισοζυγίου, κυρίως λόγω της αύξησης των εισπράξεων από τον τουρισμό και τα έσοδα από τη ναυτιλία. Επιπλέον διαπιστώνει τάση ανάκαμψης της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά και ενθαρρυντικές ενδείξεις και για την απασχόληση, η οποία παρουσιάζει ενδείξεις ανάκαμψης.
Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί, χωρίς αποκλίσεις, με κύριους στόχους:
1. Την ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα. Έως τώρα έχει πραγματοποιηθεί πρόοδος όσον αφορά τη μείωση του μεγέθους και τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα. Υπάρχουν ωστόσο τομείς στους οποίους έχουν σημειωθεί καθυστερήσεις και υπάρχουν κενά που πρέπει σύντομα να καλυφθούν, για να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κράτος που θα παρέχει υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στους πολίτες και δεν θα δημιουργεί εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
2. Τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και τα επόμενα χρόνια. Έτσι θα διασφαλιστεί η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους και η διατηρήσιμη πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Η δημοσιονομική προσπάθεια την επόμενη πενταετία θα πρέπει να βασιστεί κατά κύριο λόγο στον εξορθολογισμό των δαπανών και στη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης. Επιπλέον, η καλύτερη του αναμενομένου πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής το 2013 ανοίγει το δρόμο και για την υλοποίηση των αποφάσεων του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 ως προς τη διευθέτηση του θέματος του δημόσιου χρέους. Η δέσμευση αυτή των Ευρωπαίων εταίρων επαναδιατυπώθηκε στο ανακοινωθέν του Eurogroup της 5ης Μαΐου 2014.
3. Τον αναπροσανατολισμό του παραγωγικού προτύπου που θα εξασφαλίσει μακροχρόνια ταχεία και βιώσιμη ανάπτυξη. Μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης προς ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο. Προκειμένου να επιτευχθεί ομαλά η μετάβαση της οικονομίας σε αυτό το νέο πρότυπο ανάπτυξης, θα πρέπει η οικονομική πολιτική να διαμορφώσει προϋποθέσεις που θα ευνοούν την αναδιάρθρωση της οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς. Αυτό απαιτεί την επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίων. Για την ανάκαμψη των επενδύσεων είναι απαραίτητη επίσης η δημιουργία ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος με χαμηλό γραφειοκρατικό κόστος για τις επιχειρήσεις, αποτελεσματικό δημόσιο τομέα και σταθερό φορολογικό πλαίσιο με σαφή προσανατολισμό στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων.
Στην έκθεση σημειώνεται πως τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των τραπεζών έτυχαν θετικής ανταπόκρισης από τις αγορές, καθώς κατέδειξαν πως οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών για την περίοδο Ιουνίου 2013-Δεκεμβρίου 2016 είναι στα 6,4 δισ. ευρώ υπό το βασικό σενάριο και στα 9,4 δισ. ευρώ υπό το δυσμενές σενάριο. «Η αξιοπιστία της άσκησης και η εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών τεκμαίρονται από την επιτυχία των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 8,3 δισ. ευρώ που διενήργησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μέσα σε χρονικό διάστημα δύο μηνών, προσελκύοντας το ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών. Οι δύο από τις τέσσερις μάλιστα κάλυψαν όχι μόνο τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που προέκυψαν από την άσκηση προσομοίωσης, αλλά και τα κεφάλαια που απαιτούνταν για την επαναγορά των προνομιούχων μετοχών που κατείχε το Ελληνικό Δημόσιο», σημειώνεται στην έκθεση.
Τέλος, η έκθεση εστιάζει στην ανάγκη να γίνει αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Υποστηρίζει δε ότι το τραπεζικό σύστημα οφείλει να συμβάλει στην κλαδική αναδιάρθρωση της οικονομίας. Υποστήριξε μάλιστα ότι μετά την επιτυχή ανακεφαλαιοποίησή τους οι τράπεζες έχουν πλέον διευρυμένες δυνατότητες προκειμένου να στηρίξουν με χρηματοδότηση την οικονομική δραστηριότητα. Όπως χαρακτηριστικά τονίζεται, μετά την επιτυχή αναδιάταξη και ανακεφαλαιοποίησή του, ο τραπεζικός κλάδος καλείται τώρα να βελτιστοποιήσει τη διαχείριση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού, ώστε αφενός να ελαφρυνθούν οι συνεργάσιμοι δανειολήπτες που δυσκολεύονται προσωρινά να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και αφετέρου να ανακτηθούν σε μακροπρόθεσμη βάση κεφάλαια των τραπεζών που βρίσκονται δεσμευμένα σε προβληματικά δάνεια.