Περίπου στο μισό έχουν υποχωρήσει τους τελευταίους δώδεκα μήνες τα επιτόκια καταθέσεων. Αντίθετα, στη διάρκεια αυτή το περιθώριο (διαφορά επιτοκίου καταθέσεων-χορηγήσεων) διευρύνθηκε στο 3,70% από 3,07%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος το επιτόκιο καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως ένα έτος μειώθηκε τον Μάρτιο στο 2,81% από 4,36% που ήταν τον αντίστοιχο μήνα του 2013.

Το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των νέων καταθέσεων διαμορφώθηκε στο 1,76%, τον Μάρτιο του 2014, από 1,74% τον προηγούμενο μήνα. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων μιας ημέρας από νοικοκυριά παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,33%, ενώ το αντίστοιχο από επιχειρήσεις παρουσίασε μικρή άνοδο κατά 3 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 0,38%.

Στα δάνεια, τα επιτόκια στη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών σημείωσαν οριακή μόνο υποχώρηση, καθώς το μέσο επιτόκιο του συνόλου των νέων δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά διαμορφώθηκε τον Μάρτιο στο 5,46% από 5,78% που ήταν τον αντίστοιχο μήνα του 2013.

Πιο συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 2014 το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια (κατηγορία που περιλαμβάνει τα δάνεια μέσω πιστωτικών καρτών, τα ανοικτά δάνεια και τις υπεραναλήψεις από τρεχούμενους λογαριασμούς) μειώθηκε κατά 0,06% και διαμορφώθηκε στο 14,65%. Το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας με επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό μέχρι ένα έτος παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο στο 7,81%.

Τον Μάρτιο του 2014, τα μέσα επιτόκια των επιχειρηματικών και επαγγελματικών δανείων χωρίς καθορισμένη διάρκεια παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα στο 7,23% και 9,15%, αντίστοιχα. Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων συγκεκριμένης διάρκειας με επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό έως ένα έτος μειώθηκε κατά 0,39% στο 6,39% για δάνεια μέχρι 250.000 ευρώ, αυξήθηκε οριακά στο 5,85% για δάνεια από 250.000 μέχρι 1 εκατ. ευρώ και μειώθηκε κατά 31 μονάδες βάσης στο 5,57% για δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ. Τέλος, το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων για δάνεια με επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό έως ένα έτος αυξήθηκε κατά 0,22% και διαμορφώθηκε στο 2,95%.